Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5.
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΛΕΜΕΣΟ.

Ελληνικό Γυμνάσιο Λεμεσού.
Το Πέρα-Πεδί ήταν ένα από τα σημαντικότερα θέρετρα της Κύπρου και σε σχέση με τα άλλα χωριά της ορεινής περιοχής το κλίμα είναι καλύτερο, που οφείλεται στο υψόμετρο του, γι αυτό λόγω κλίματος τραβούσε ώριμα άτομα για παραθερισμό.   Οι περισσότεροι  ήσαν τακτικοί κάθε καλοκαίρι και προερχόντουσαν από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία της Λεμεσού, ιδιαίτερα ήσαν άνθρωποι των γραμμάτων γι' αυτό και στο χωριό ήσαν επηρεασμένοι και κατά παράδοση πίστευαν στην μόρφωση των παιδιών τους.  Αυτός είναι και ο λόγος που σχεδόν όλα τα παιδιά της τάξης μου πήγαμε σε Σχολές Μέσης Εκπαίδευσης.
Όταν τέλειωσα το δημοτικό παρακάθισα στες εισαγωγικές εξετάσεις του Ελληνικού Γυμνασίου Λεμεσού και τες πέρασα.   Όπως ήταν φυσικό βρεθήκαμε καινούργιο κομμάτι ζωής και άρχισα να ετοιμάζω τον εαυτό μου για την νέα μου ζωή.  Πέρασα το καλοκαίρι βοηθώντας τον πατέρα μου στες ασχολίες του και χωρίς να το καταλάβω ήρθε ο καιρός ν ανοίξουν τα σχολεία και ετοιμάστηκα για την Λεμεσό.   Η προίκα μου όλη κι όλη μια βαλιτσούλα που περιείχε δύο ζεύγη σεντόνια,δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα, δύο φανέλες, δύο σώβρακα, ένα τρικό, και μια πετσέτα προσώπου μεγάλη την οποία χρησιμοποιούσα και για τι μπάνιο.   Μου έδωσαν και μία σιδερένια καριόλα με το κρεβάτι της.
Ο πατέρας μου έκανε διευθετήσεις με την θεία μου την Παντελού και την νοικοκυρά της την Εφημού να μένω εκεί.   Η θεία μου μόλις είχε παντρευτεί και είχε ενοικιασμένο ένα δωμάτιο στο οποίο κοιμόταν με τον άνδρα της τον θείον τον Μάρκον, και για μένα τακτοποίησαν το κρεβάτι μου μέσα στην κουζίνα.   Στο ίδιο σπίτι κατοικούσε και η Πάτρα αδελφή της Εφημούς με τον άνδρα της τον Πέτρο και την κόρη τους την Νίτσα.   Η Εφημού ήταν παντρεμένη με τον Δημητράκη Χαϊρεττίνη, δηλαδή σε ένα σπίτι κατοικούσαν τρεις οικογένειες και εγώ.   Το σπίτι ήταν κτισμένο στην οδό Λεοντίου Μαχαιρά, κάθετη στην οδόν Γλάδστωνος και εκεί που τέλειωνε, τότε  ήταν η άκρη της Λεμεσού.   Η Λεωφόρος  Μακαρίου Γ' ήταν ένας παρακαμπτήριος που ανοίχτηκε για τες ανάγκες του στρατού τον Δεύτερον Παγκόσμιο Πόλεμο και κατέληγε στο Στρατιωτικό  Αεροδρόμιο ο δίαυλος του οποίου ήταν σχεδόν παράλληλος προς τα αριστερά του δρόμου Λεμεσού Ύψωνα.
Στην Λεμεσό έζησα για πρώτη φορά σε σπίτι που φωτιζόταν με ηλεκτρισμό.   Γνώριζα τον ηλεκτρικό φωτισμό από το εργοστάσιο της ΚΕΟ στο χωριό μου που είχε δική του Γεννήτρια, όμως οι ανάγκες του εργοστασίου περιορίζονταν μόνο την εποχή της παραλαβής σταφυλιών, εμείς στα σπίτια είχαμε λάμπες πετρελαίου.  Μέχρι και τους δρόμους τα καλοκαίρια που είχαμε Παραθεριστές, τους φώτιζαν με φανάρια που είχαν μέσα λάμπες πετρελαίου.   Σε σύγκριση με το χωριό μου η Λεμεσός ήταν εντυπωσιακή.   Μεγάλη κίνηση, ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, πλανόδιοι που διαλαλούσαν τα προϊόντα τους πράγμα που εμείς μόνο στα πανηγύρια το συναντούσαμε, εδώ κάθε μέρα ήταν πανηγύρι.
Την 1ην Οκτωβρίου άρχιζαν τα μαθήματα στα σχολεία Μέσης Παιδείας, πήγα σχολείο και αρχίζουν καινούργιες εμπειρίες.   Πρώτα πρώτα μας χώρισαν σε τμήματα και η Πρώτη τάξη χωρίστηκε σε δύο τμήματα.   Φαντάσου στο χωριό μου το κάθε σχολείο είχε τρεις τάξεις και εδώ μια τάξη είχε δύο τμήματα.   Το τμήμα μας ήταν στην τάδε αίθουσα και όταν πήγαμε η καθηγήτρια, όχι η δασκάλα όπως ξέραμε, μας έδωσε το πρόγραμμα.   Το ένα μάθημα τόσες ώρες την εβδομάδα αυτός ο καθηγητής, το άλλο μάθημα τόσες ώρες εκείνη η καθηγήτρια, πρωτόγνωρα πράματα, στο χωριό μου ένας δάσκαλος η μία δασκάλα δίδασκαν όλα τα μαθήματα, εδώ κάθε μάθημα και διαφορετικός.   Μας είπαν και γράψαμε λίστα τα βιβλία που θα αγοράζαμε, επίσης πόσα και τι είδους τετράδια θα χρειαστούμε.   Όλα τα αγοράζαμε και τίποτα δεν χορηγείτο.   Παρόλο που ο πόλεμος τέλειωσε υπήρχε μεγάλη έλλειψη αγαθών μη εξαιρουμένων των βιβλίων, έτσι οι καθηγητές μας συνιστούσαν να τα βρούμε από παλαιότερους μαθητές.  
Αρχίσαμε τακτικά μαθήματα και έπρεπε να προσαρμοστώ στην καινούργια μου ζωή.   Μου έλειπε και η μάνα μου, οι αδελφές μου, το χωριό μου, 'οποτε τα θυμόμουν ιδιαίτερα την νύκτα έκλαιγα κρυφά κάτω από το πάπλωμα.   Όλες αυτές οι αλλαγές μου δημιούργησαν σύγχυση και ανασφάλεια.   Ήμουν και καλόβολο μωρό ότι θέλημα μου ζητούσαν οι του σπιτιού και οι γειτόνισσες, πρόθυμος ο Κωστάκης.   Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να μάθη πως πήγαινα με τα μαθήματα μου μόνο η θεία η Παντελού με ρωτούσε αν διάβασα τα μαθήματα μου και της έλεγα ναι, αλλά και η ίδια δεν είχε την δυνατότητα να με βοηθήση.  Έτσι όταν πήρα τον πρώτον έλεγχο στα κλασικά μαθήματα ήμουν χάλια μαύρα με χαμηλούς βαθμούς και δύο κάτω από την βάση, σε αντίθεση με τα μαθηματικά, φυσική, χημεία και γυμναστική που είχα άριστα.
Αυτό δεν άρεσε στον πατέρα μου και το ξέσπασμα σε μένα ήταν πολύ άσχημο.   Προβληματίστηκα πάρα πολύ και άρχισα να ερευνώ πως τα κατάφερναν οι συμμαθητές μου.   Με την βοήθεια μερικών από αυτούς έμαθα τον τρόπο  έπρεπε να μελετώ,   και σημείωσα αρκετή βελτίωση χωρίς να γίνω άριστος μέν αλλά βαθμούς κάτω από την βάση δεν είχα.
Βέβαια ο πατέρας μου δεν έμεινε ικανοποιημένος από την επίδοση μου γιατί με ήθελε να είμαι ο πρώτος όπως τα παιδιά τους άλλους που φουμίζονταν στους καφενέδες και αποφάσισε να με μεταγράψη στο Εμπορικό Λύκειο.   Σε μένα η δικαιολογία ήταν ότι δεν ήμουν καλός μαθητής, όμως ο πραγματικός λόγος της απόφασης ήταν το οικονομικό διότι τα δίδακτρα στο Ελληνικό Γυμνάσιο ήσαν πολύ ακριβότερα από το Εμπορικόν Λύκειο.


Το Εμπορικόν Λυκειον και η επαναλειτουργία του Μαγαζιού.

Επειδή η θεία η Παντελού είχε γεννήσει την Αλίκη της ήταν δύσκολο μαζί με το μωρό να περιποιείται και μένα, ο πατέρας διευθέτησε με τον κουμπάρο του τον Ευστάθιο Μαύρον τον καζαντζήν να μένω στο δικό του σπίτι για τη επόμενη σχολική χρονιά.   Ήσαν κουμπάροι γιατί βάφτισε την αδελφή μου την Μαρούλλαν.

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 4
Ο ΔΕΎΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΌΣΜΙΟΣ ΠΌΛΕΜΟΣ.

Το Κυπριακό Σύνταγμα (The Cyprus Regiment).

Ουσιαστικά ο πόλεμος άρχισε την 1ην Σεπτεμβρίου 1939 αλλά οι Άγγλοι φαίνεται να ήσαν προετοιμασμένοι πολύ ποιο πριν γιατί από τες πρώτες κιόλας μέρες ζήτησαν εθελοντές για την δημιουργίαν Κυπριακού στρατιωτικού τμήματος.  Για να προσελκύσουν κόσμο χωρίς ίχνος ντροπής προπαγάνδιζαν περί πολέμου για την Ελευθερία ενώ ο ίδιος ο Κύπριος στέναζε κάτω από την Βρετανική δουλεία υπό πολύ βάναυσες συνθήκες.   Αξίζει να αναφέρω ότι η Κύπρος το 1878 ενοικιάστηκε από τους Τούρκους στην Αγγλία και το ενοίκιο το πλήρωναν οι ίδιοι οι Κύπριοι με φορολογία που τους επεβλήθη από την Αγγλία.  Ήταν ο λεγόμενος φόρος ΥΠΟΤΈΛΕΙΑΣ.   Όταν στον Πρώτον Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία συμμάχησε με την Γερμανία εναντίον των Άγγλων,  η Βρετανία σταμάτησε να πληρώνη ενοίκιο στην Τουρκία αλλά η φορολογία για τον φόρον υποτέλειας παρέμεινε,  και ο Κύπριος φορολογούμενος συνέχισε να πληρώνη και το ποσόν της φορολογίας πήγαινε απευθείας στα ταμεία της μητροπολιτικής κυβέρνησης της Αγγλίας και όχι για έργα στην Κύπρο.
Η ανταπόκριση για κατάταξη ήταν πενιχρή, αλλά λόγω σκληρών συνθηκών διαβίωσης και μεγάλης φτώχειας δειλά-δειλά και ιδιαίτερα από την ύπαιθρον άρχισαν να κατατάσσονται σαν μουλάρηδες.  Αυτοί οι αγράμματοι χωριάτες οι μουλάρηδες όπως τους αποκαλούσαν που δεν είχαν κανένα λόγο να πολεμήσουν για την ελευθερία αυτών που τους είχαν υπόδουλους και μοναδικός λόγος να καταταγούν στον στρατό ήταν να συντηρήσουν τες οικογένειες τους, στάλθηκαν αμέσως στα διάφορα μέτωπα και με την πολύτιμη προσφορά τους μεγαλούργησαν.
Με τα μουλάρια τους κουβαλούσαν εκεί που δεν μπορούσε να φτάση τροχοφόρο πάντοτε σε δύσβατες περιοχές πυρομαχικά και τρόφιμα στην πρώτη γραμμή του πυρός και μετέφεραν τους τραυματίες στα μετόπισθεν.   Πολλοί είναι εκείνοι που άφησαν τα κόκαλα τους στα διάφορα μέτωπα.
¨Οταν την 28ην Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα πρόταξε το ιστορικόν εκείνο ΌΧΙ παιδάκι τότε θυμούμαι τον ενθουσιασμό του κόσμου.   σαν κάτι να έφερε την ανάσταση!   Το χωριό γέμισε με την γαλανόλευκη πράγμα που δια πρώτη φορά στην ζωή μου αντίκριζα διότι δια νόμου απαγορευόταν ο υψωμός της Ελληνικής Σημαίας.  Πως βρέθηκαν εν ριπή οφθαλμού όλες αυτές οι σημαίες δεν ξέρω.   Σε ένα από τα καφενεία του του χωριού υπήρχε ένα ραδιόφωνο και όλοι μαζευόντουσαν εκεί για να ακούσουν τα νέα.  Με κάθε επιτυχία του Ελληνικού στρατού υπήρχαν παραληρήματα ενθουσιασμού, κωδωνοκρουσίες, δοξολογίες, ουρανομήκης ζητωκραυγές, πανηγυρισμοί κλπ.   ΄Ακουγα  κι' εγώ χωρίς να καταλαβαίνω καλά-καλά τι γινόταν με το ότι έπεσε η Κορυτσά,  πιάσαμε το Αργυρόκαστρο, και πανηγύριζα κι' εγώ μαζί με τους μεγάλους.
Οι Άγγλοι εκμεταλλεύτηκαν αυτό τον ενθουσιασμό και ενέτειναν την προπαγάνδα, είπε και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ το περιβόητο εκείνο ότι μέχρι σήμερα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, από τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.   Το κλίμα όσον αφορά την κατάταξη στον στρατό άλλαξε και άνθρωποι από όλες τες τάξεις κατατασσόντουσαν εθελοντικά σε όλα τα τμήματα του στρατού, για παράδειγμα ο Γλαύκος Κληρίδης που διετέλεσε και πρόεδρος της Δημοκρατίας υπηρέτησε ως πιλότος στην RAF και μάλιστα το αεροπλάνο του κατερρίφθη και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε  από τους Γερμανούς.
Οι Βρετανοί χαλάρωσαν κάπως την στυγνή δικτατορία τους, έριξαν μερικά παραπλανητικά συνθήματα όπως Κύπριοι εντασσόμενοι στον Αγγλικό στρατό πολεμάτε για την Ελλάδα και την ελευθερία, κόντεψαν και τον μοναδικό μη εξόριστο μητροπολίτη, τον Πάφου Λεόντιον ο οποίος ήταν και ο τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου και κλίμα άλλαξε άρδην.   Οι εθελοντικές κατατάξεις πύκνωσαν και αντί 1500 στρατιώτες ένα σύνταγμα που ήταν και ο στόχος,  οι Κύπριοι στρατιώτες έφθασαν περίπου τες 37000.  ( Με αυτήν την παρένθεση θα αναφερθώ στα Οκτωβριανά,  την ανεπιτυχή επανάσταση των Κυπρίων, για την Ένωσιν της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα και μεταξύ άλλων δολιοφθορών πυρπόλησαν και έκαψαν το Κυβερνείο στην Λευκωσία.  Η καταστολή της άοπλης επανάστασης από τους πάνοπλους Εγγλέζους ήταν βάναυση και αντέδρασαν με πολύ σκληρά μέτρα.   Με διάταγμα του Κυβερνήτη μεταξύ άλλων διέλυσαν την υποτιθέμενη Βουλή, με φορολογία οι κάτοικοι πλήρωσαν τες ζημιές εις το πολλαπλάσιον,  κατ' οίκον περιορισμός από την δύση μέχρι την ανατολή του ήλιου, λογοκρισία,απαγορεύτηκαν οι συγκεντρώσεις πέραν των πέντε ατόμων,και εξόρισαν πολλά άτομα μεταξύ των οποίων και τους Μητροπολίτες Κιτίου Νικόδημον Μυλωνάν και Κυρηνείας Μακάριον.   Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ο Γ' δεν έγιναν Αρχιεπισκοπικές εκλογές μέχρι το 1947 γι' αυτό και ο Πάφου Λεόντιος έμεινε τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου.   Και κάτι που αξίζει να γνωρίσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου.   Το αλάτι εις τες αλυκές όπως και σήμερα ήταν Κυβερνητική περιουσία και στην καταστροφή της Κυβερνητικής περιουσίας από τους επαναστάτες περιελήφθη και η κλοπή του αλατιού από τες Αλυκές.   Μεταξύ αυτών που έκλεψαν αλάτι ήταν και ο πατέρας μου ο Τρυφωνής ο Καζαντζής,  παππούς και προ παππούς των παιδιών.   Σαν αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστή σε δύο μήνες φυλακή.  Ο κανονισμός προνοούσε με την είσοδο στην φυλακή να τους κουρεύουν και ο παππούς ο Καζαντζής τότε ήταν αρραβωνιασμένος την γιαγιά την Ελένη και μάταια εκλιπαρούσε τον Τούρκο δεσμοφύλακα να του τα αφήση λίγο μεγάλα). 
Η Κύπρος γέμισε στρατιώτες πολλών εθνικοτήτων.   Εκτός των Άγγλων στρατιωτών άρχισαν να κυκλοφορούν και Ινδιάνοι μαύροι της Αφρικής κλπ.  Μέχρι και στο χωριό μου στρατοπέδευσε κάποια μονάδα.   Ο πόλεμος ώθησε την τεχνολογία και διαρκώς μας παρουσιάζοντο καινούργια είδη.   Κανόνια, αντιαεροπορικά, αυτοκίνητα διαφόρων τύπων, μοτοσικλέτες νέου τύπου,  και ενώ στο παρελθόν όταν βλέπαμε αεροπλάνο στεκόμασταν και το παρακολουθούσαμε από εκεί που φάνηκε μέχρι που να χαθή, τώρα βλέπαμε τόσα πολλά και δεν μας έκαναν αίσθηση μέχρι και αεροδρόμιο στην Λεμεσό κατασκεύασαν.   Γραφομηχανή για πρώτη φορά είδα σε κάποιο σπίτι στο χωριό μου που το χρησιμοποιούσε για γραφείο ο στρατός όταν ένας στρατιώτης καθόταν μπροστά από ένα μασκαραλίκι και πάνω κάτω τα δάκτυλα του κτυπούσαν πάνω του  και ακούγετο ένας δαιμονιώδης θόρυβος τσακ-τσακ-τσακ.   Όταν ρώτησα τι είναι αυτό το πράμα μου είπαν ότι είναι τυπομηχανή.   Τώρα φτάσαμε στο άλλο άκρο και οι νέοι μας μόνο σε μουσείο μπορούν να την δουν.
Μεταξύ εκείνων των στρατιωτών ήταν και ένας ξάδελφος του πατέρα μου, ο Νικολής από το Πελέντρι και με κάλεσε την νύκτα που θα έβγαζε σκοπιά να πάω και μου δίδαξε την χρήση του μαρτινιού.   Άλλος φίλος του πατέρα μου ήταν ο Θεόδωρος Πιλλακούρης από τον Κάτω Αμίαντο ο οποίος εκτελούσε χρέη μάγειρα, όταν κάποια μέρα πήγα με τες αδελφές μου εκεί που υπηρετούσε μας έβαλε σε ένα μεγάλο κονσερβοκούτι τσάι με γάλα, κάτι πρωτόγνωρο για μας (στο σπίτι μόνο τσάι η μόνο γάλα πίναμε) το πήραμε και γουλιά γουλιά το πίναμε εκ περιτροπής.


Η ζωή μας στο χωριό.

Η φτώχεια που επικρατούσε τότε δεν άφησε τον κόσμο να αντιληφθή στερήσεις από την έλληψη αγαθών λόγω πολέμου γιατί και τον καιρό που υπήρχαν τα αγαθά δεν μπορούσαν να τα απολαύσουν λόγω έλλειψης χρημάτων.   Έστω και κατά το ελάχιστο οι κοινότητες των χωριών ήσαν σχεδόν αυτάρκεις με τα προϊόντα που παρήγαγαν.   Βεβαίως υπήρχαν και προϊόντα που αν και σε μικρό βαθμό όπως για παράδειγμα, κονσέρβες, παστά ψάρια, ρουχισμός, ζάχαρη, ρύζι, ακόμα και εγχώρια προϊόντα που κατασκευάζονταν με πρώτες ύλες του εξωτερικού, πχ καραμέλες, άρχισαν να σπανίζουν.Εν τω μεταξύ ο στρατός εγκατέλειψε το χωριό και όπως ανάφερα και προηγουμένως με την εκκένωση των πόλεων, στο χωριό μας εγκαταστάθηκαν οικογένειες από την Λεμεσό.   Με την Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα ένα κύμα προσφύγων ήρθε στην Κύπρο και μια τέτοια οικογένεια κατάληξε στο χωριό μας.
Με την καλλιέργεια των κτημάτων ο κόσμος κατόρθωνε όσο ήταν δυνατό να γένη αυτάρκης.  Για να καταλάβετε από τον χοίρο που σφάζανε τα Χριστούγεννα το λαρδί το λιώνανε σε λίπος για μαγείρεμα.  Από αυτό το λίπος η μάνα μου μας έκανε βούτυρο γάλακτος.   Δηλαδή έβαζε λίπος και γάλα μαζί σε ένα δοχείο και τα έβραζε.  Αυτό το κατασκεύασμα το αποκαλούσε βούτυρο γάλακτος και το τρώγαμε αλειμμένο στο ψωμί.
Είχαμε δύο κατσίκες  και από το γάλα τους η μάνα μου έφτιαχνε χαλούμια, τραχανά, ανανάδες, μέχρι και τα τυριά για τες φλαούνες του Πάσχα.   Ελιές μαύρες και πράσινες μάζευαν από τα δικά μας δένδρα, και λίγο λάδι πάλιν δικής μας παραγωγής.Από τα σταφύλια έφτιαχναν σταφίδες, έψιμα, πορτόν, μηλοκόμματα, κοφτέρια, σουτζούκον, και με όλα αυτά καλύπτονταν οι ανάγκες της οικογένειας σε ζάχαρη που δεν υπήρχε.
Στο μεταξύ όπως έγραψα και προηγουμένως ο πατέρας μου έγινε χασάπης και από κρέας καλοπερνούσαμε διότι το τρώγαμε δύο τρεις φορές την βδομάδα ενώ οι άλλοι έτρωγαν μία φορά την εβδομάδα η και κάθε δεκαπέντε μέρες.  Την εποχή εκείνη πολλές οικογένειες κρέας έτρωγαν μόνο τρεις με τέσσερις φορές τον χρόνο.   Βέβαια και οι χασάπηδες δεν είχαν δουλειές με φούντες,   Έσφαζαν ένα δυο ζώα την εβδομάδα για μια κοινότητα 500 κατοίκων συν 200 έως 250 ξένοι.
Η Κύπρος εκτός από στερήσεις σε υλικά αγαθά φάνηκε τυχερή και δεν γνώρισε την μανία του πολέμου διότι οι μοναδικές πολεμικές επιχειρήσεις που έγιναν στην Κύπρο ήσαν δυο τρεις βομβαρδισμοί. Βομβάρδισαν θυμούμαι την ΚΕΟ και το Κεραμείο Λεμεσού, δύο εργοστάσια δίπλα το ένα στο άλλο.

Το Δημοτικό Σχολείο.
Όπως ανάφερα και σε άλλο κεφάλαιο εγγραφή στο σχολείο μου έκαναν στες 15 Σεπτεμβρίου και στην πρώτη τάξη ο δάσκαλος έδωσε ένα αναγνωστικό, ένα τετράδιο και ένα σβηστήρι.   Ο δάσκαλος μας ο κύριος Υπέρμαχος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των μαθητών διότι τότε οι αντιλήψεις ήταν ότι ο Δάσκαλος για να είναι καλός έπρεπε να δέρνη και μάλιστα πολύ.
Η δική η σειρά ήρθε με το εξής περιστατικό.  Λίγες μέρες μετά που μας έδωσαν το βιβλίο ένα παιδάκι που καθόταν δίπλα μου το πήρε και το άνοιξε εκεί που  ήταν το κεφάλαιο "Ο Ψαράς" και μου κάμποσες μολυβιές καμωμένες στην σελίδα, μάλλον αυτός πρέπει  να τες έκανε, άρπαξε το σβηστήρι και άρχισε να τες σβήνει.  Στην μεγάλη του προσπάθεια να σβηστούν σχίστηκε η σελίδα.   Δια τον φόβο ότι θα με έδερνε ο δάσκαλος με παρότρυνε και έβγαλα την κόλλα.   Όταν φτάσαμε σε αυτό το μάθημα και με φώναξε ο δάσκαλος να πω το μάθημα και δεν το ήξερα τα προβλήματα έγιναν δύο.   Το ένα γιατί δεν ήξερα το μάθημα και το άλλο γιατί έσχισα το βιβλίο.   Φανταστείτε τι σπουδαίο σύστημα μαθητείας υπήρχε.   Ένα μωρό έξη χρόνων να το βγάζει ο δάσκαλος στη έδρα να ανοίγει τα χεράκια του και να του δίδει δεν θυμούμαι πόσες ξυλιές!!!!   Συχνά άκουγες τον πατέρα να λέει στον δάσκαλο. "Δάσκαλε ψυχή δική μου κόκκαλα δικά σου φτάνει να μου τον μάθης γράμματα",  δηλαδή μάθε τον γράμματα και δώσε του όσο ξύλο θέλεις μέχρι που να του σπάσης τα κόκκαλα, μόνο μην τον σκοτώσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα, και μιας περί πνεύματος ο λόγος, άλλη αντίληψη ήταν λόγο γλυκό το παιδί να μην ακούσει από το στόμα του πατέρα για να μην πάρει απάνω του όπως έλεγαν.
Τέλειωσε ο πρώτος χρόνος και στην Δευτέρα τάξη θα έπρεπε να πάω στο άλλο σχολείο του χωριού μου που δίδασκε δασκάλα.  Μια κοπελίτσα από την Λευκωσία, η δεσποσύνη Μαρούλλα.   Δεν ήμουν και τόσο καλός στα μαθήματα αλλά στην περίληψη του μαθήματος της ανάγνωσης πρέπει να ήμουν κορυφή, αφού με δικά μου λόγια μπορούσα να διηγηθώ το μάθημα με την μεγαλύτερη λεπτομέρεια και επειδή μέσα στην ίδια αίθουσα ήμασταν Δευτέρα, Τρίτη, και Τετάρτη τάξη, όταν οι μεγαλύτεροι δεν ήξεραν να πούνε την περίληψη του μαθήματος τους ψήλωνα χέρι και με έβαζε να πω εγώ το μάθημα.  Με την δασκαλίτσα πέρασα Δευτέρα και Τρίτη τάξη και πράγματι ήταν μια υπέροχη παιδαγωγός.   Σε αντίθεση με το πνεύμα της εποχής αγαπούσε τα παιδιά και τα παιδιά την αγαπούσαν.   Ένα παράδειγμα, όταν κάποιες διακοπές πήγε στην Λευκωσία έφερε μαζί της ένα κλώνο φοινίκια για να μας δείξει πως ήσαν τα φοινίκια που δεν υπήρχαν στο χωριό μας και έδωσε και από δύο φοινίκια στον κάθε μαθητή να τα φάη για να γνωρίση τι ήσαν.   Στην Τετάρτη τάξη ο πατέρας μου όπως και οι άλλοι πατεράδες είχαν την εντύπωση ότι οι δασκάλες δεν μπορούσαν να μαθαίνουν στα παιδιά καλά γράμματα αποφάσισε να με μεταγράψη στο σχολείο της Τριμίκλινης που δίδασκε ο κύριος Χαράλαμπος ένας δάσκαλος χωριανός που έδινε μπόλικο ξύλο στα παιδιά και έτσι οι μαθητές του μάθαιναν πολλά γράμματα.
Η Τετάρτη τάξη λοιπόν με βρίσκει στην ξενιτειά μαζί με τον παππού μου τον Νικολή την στετέν μου την Μαρικκούν και την θεία μου την Χαμπούν που ήταν χήρα και έμενε μαζί τους.  Λέω ξενιτιά και το κρίνω από το γεγονός ότι έντεκα χρόνια πριν όταν ο πατέρας μου παντρεύτηκε την μητέρα μου και κατοίκησε στο Πέρα-Πεδί πήγαινε εκεί στο παρεκκλήσι της Παναγίας της Φανερωμένης που φαινόταν το χωριό του και έκλαιγε που ξενιτεύτηκε!   Μαύρη ξενιτιά, τρία χιλιόμετρα και κάτι μέτρα μακριά,  κι' εγώ 10 χρόνων που καλά καλά δεν βγήκα από την αγκαλιά της μάνας μου για να μάθω πολλά γράμματα τρώγοντας ξύλο αλύπητο ήταν φυσιολογικό να το αποδεχθώ.  "Τόσα ήξεραν αυτά έπρατταν".   Με τον παππού μου πολλά πάρε δώσε δεν είχα γιατί έβοσκε το κοπάδι του και όλην την ημέρα απουσίαζε, με την γιαγιά μου τα πράματα ήταν κάπως διαφορετικά διότι είχα πολλά πάρε-δώσε μαζί της, και άμα με έβαζε θελήματα και δεν τα κατάφερνα με στόλιζε με κάμποσα κοσμητικά επίθετα όπως έτσι ρε γάρε...... έτσι να το κάμης ρε κτηνόν...... τούτοι οι γονιοί σου εν σε έμαθαν τίποτε.   Αυτού του είδους συμπεριφορά δεν μου άρεσε γιατί να πούμε και του στραβού το δίκαιο, η μάνα μου ορφάνεψε από μητέρα και πατέρα σε ηλικία 6 χρόνων και τράβηξε τα πάνδεινα να μεγαλώση, όμως δούλεψε σαν υπηρέτρια στα ποιο αριστοκρατικά σπίτια της Λεμεσού και η ανατροφή που μας έδωσε είχαν σαν πρότυπο το μεγάλωμα των παιδιών αυτών των οικογενειών.   Βέβαια ήταν αναλφάβητη όμως μας έβαλε σειράν και στον τρόπο που τρώγαμε και στον τρόπο που μιλούσαμε, σε σημείο που οι άλλες γυναίκες του χωριού την αποκαλούσαν το εγώ και το εσύ, γιατί δεν έλεγε εγιώ και εσού όπως μιλούσαν αυτές.   Δεν μπορώ να κατακρίνω την γιαγιά μου διότι ήταν και αυτή αναλφάβητη, ήταν και μια γενεά μεγαλύτερη από την μάνα μου και ούτε μεγάλωσε στην πόλη δίπλα στην αριστοκρατία όμως την αγάπην της για μένα δεν μπορώ να την αμφισβητήσω.
Ψηλά χαμηλά η σχολική χρονιά τέλειωσε και έπλεα σε πελάγη ευτυχίας που θα πήγαινα πίσω στο χωριό μου, στους γονείς και τ' αδέλφια μου.   Κατά την διάρκεια του χρόνου κάτι που ριζώθηκε βαθιά στην μνήμη μου ήταν όταν μία ημέρα που ο δάσκαλος έβγαλε αυτούς που δεν ήξεραν το μάθημα για τους ραβδισμούς ρουτίνας μαζί ήταν και ο γιος μιας πολύ φτωχής οικογένειας.   Πάπυρος ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του.   Όταν τον ρώτησε ο δάσκαλος γιατί πήγε αδιάβαστος, του λέει, κύριε δεν είχαμε πετρέλαιο να βάλουμε στην λάμπα και ανάβαμε φωτιές (δαδί) για να φέγγει και δεν έβλεπα να διαβάσω.   Βέβαια ξυλιές έφαγε και δεν ξέρω αν η δικαιολογία συνέτεινε οι ξυλιές να είναι λιγότερες η ελαφρότερες,  εμένα όμως με συγκλόνισε το γεγονός ότι υπήρχαν τόσον πτωχοί άνθρωποι που να μη μπορούν να αγοράσουν πετρέλαιο για την λάμπα.  Θυμούμαι όταν μας τέλειωνε το πετρέλαιο παίρναμε το μπουκάλι στον μπακάλη και μας το γέμιζε για μισό η ένα γρόσι.
Στην Πέμπτη τάξη είμαι και πάλιν στο αγαπημένο μου χωριό με δάσκαλο τον κύριο Μέλιο Στυλιανίδη από το γειτονικό χωριό το Κοιλάνι σε απόσταση δύο μίλια από το χωριό μας.   Λόγω του ότι ήταν κοντινή η απόσταση το βράδυ πήγαινε περπατητός στο χωριό του και ερχόταν το πρωί.  Αυτό για μας τους μαθητές ήταν κελεπούρι διότι τα βράδια και τες Κυριακές δεν είχαμε τον μπαμπούλα του δασκάλου και έτσι κυκλοφορούσαμε άφοβα και ζούσαμε χαλαρά.
Όταν παρουσιάστηκα στο σχολείο την πρώτη μέρα της Πέμπτης τάξης ο δάσκαλος ανακάλυψε ότι δεν φοιτούσα εδώ τον προηγούμενο χρόνο και με ρώτησε που φοίτησα την Τετάρτη τάξη και του είπα στην Τριμίκλινη. Όταν επιτακτικά με ρώτησε γιατί, και του εξήγησα ότι με έστειλε ο πατέρας μου επειδή ήταν καλός ο δάσκαλος.  Θεέ και κύριε.... ήταν δυνατόν να υπάρχει καλύτερος δάσκαλος από αυτόν?   Φούσκωσε σαν διάνος και παίρνοντας ύφος χιλίων πρυτάνεων, μου λέει σαρκαστικά. Απου εν οίδεν βουνά τζιαι κάστρη είδεν φουρνους τζι' εξιππάστην.  Τα βουνά τζιαι τα κάστρη ήσαν ο κύριος Στυλιανίδης και ο φούρνος ο κύριος Χαράλαμπος!
Όσον αφορά το σχολείο στην Πέμπτη και Έκτη τάξη ήταν κάπως ποιο χαλαρά τα πράματα με τον καινούργιο δάσκαλο.   Τα αγόρια βέβαια μας είχε του μπάτσου και του κλότσου με τα κορίτσια όμως ήταν κάπως ποιο μαλακός,   Ίσως διότι είχε και ο ίδιος δυο κόρες, την μία στην ηλικία τους και την άλλη λίγο ποιο μεγάλη και φοιτούσε στο γυμνάσιο.
Αισίως φτάσαμε στην Έκτη τάξη, την τελειώσαμε και αυτή και πάω για σχολή μέσης παιδείας στην Λεμεσό.  Έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις και πέρασα για την πρώτη τάξη του Γυμνασίου.   Το Γυμνάσιο δεν χωριζόταν σε Γυμνάσιο και Λύκειο.  Η φοίτηση τότε σε σχολή Μέσης Παιδείας κόστιζε όσο κόστιζε περίπου και η φοίτηση στο πανεπιστήμιο., όπως ενοίκιο δωματίου, διατροφή μακριά από το σπίτι, δίδακτρα, βιβλία κλπ.

Παιδικές αναμνήσεις.
Πιστεύω οι παιδικές αναμνήσεις αποτελούν το ομορφότερο κομμάτι της ζωής του κάθε ανθρώπου.   Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και μαζί μου, για να το περιγράψω δυσκολεύομαι από που να αρχίσω και που να τελειώσω.   Ας αρχίσω από την οικογενειακή μας ζωή τες χειμωνιάτικες νύχτες που καθόμασταν γύρω από την τσιμινιά (τζάκι) και ζεσταινόμαστε.   Η νύχτα μεγάλη και όλο και κάτι έπρεπε να γίνεται για να περνά η ώρα, λίγα βελανίδια στα κάρβουνα που αντικαταστούσαν τα κάστανα που δεν είχαμε, καμιά ελιά οφτή, αφηγήσεις, παραμύθια και ο πατέρας μου συνήθιζε να μας διαβάζει κάτι από ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που θυμούμαι ήταν "Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα".   Τηλεοράσεις δεν υπήρχαν και αυτός ήταν ένας διδακτικός και ωφέλιμος τρόπος να περνά η οικογένεια την ώρα της.
Μια πολύ ζωντανή ανάμνηση ήσαν οι ατέρμονες διασκεδάσεις που μπορούσε άμα το παρατραβούσαν μπορούσε να διαρκέσουν και μερόνυχτα.   Τέτοιες ευκαιρίες δίδονταν συνήθως όταν ο οικοδεσπότης τελούσε κάποια γιορτή στην εκκλησία, συνήθως την ονομαστική του εορτή η κάποιου αγίου στον οποίο είχε τάμα.   Μετά την λειτουργία προσκαλούσε τους φίλους και τους στενούς συγγενείς να τους κεράση,  Μαζεύονταν στο σπίτι 10, 15 η και περισσότερα άτομα, καθόντουσαν γύρω στο τραπέζι και μετά που το ευλογούσε ο ιερέας άρχιζαν με μια δυο πινιές ζιβανία και μετά την τιμητική έπαιρνε το φλασκί με το κρασί και ένα ποτήρι, μέσα στο οποίο κερνούσαν τον πρώτο γέρνοντας ποτό και απολαμβάνοντας τον ήχο κλου κλου κλου που έκανε το κρασί βγαίνοντας από το φλασκί.   Έπινε ο πρώτος το έδιδε στον δεύτερο, ο δεύτερος στον τρίτο μέχρι το ποτήρι να δώση τον γύρο του τραπεζιού, και πάλιν από την αρχή.   Σε εκείνον που το φλασκί άδειαζε ήταν υπόχρεος να πάη στο πιθάρι να γεμίση το φλασκί και να το φέρη ξανά στο τραπέζι.   Μετά από μερικές πινιές ο ιερέας βοηθούμενος και από τους άλλους άρχιζε να ψάλλη.   Σχεδόν πάντα και όταν επρόκειτο περί εκκλησιαστικής γιορτής, άρχιζε με το απολυτίκιο του αγίου της ημέρας.   Μετά από κάθε ψαλμό η συνδαιτυμόνες έκαναν θόρυβο χτυπώντας τα πιρούνια στα πιάτα.  Δεν ξέρω τον λόγο, ίσως είναι κάποιου είδους κωδωνοκρουσία.   Στην συνέχεια έλεγαν κάποιο πατριωτικό τραγούδι, το αίγια κότσιηνη που πάεις, τα κλεφτόπουλα, ο καλοφωνάρης άρχιζε κάποιον αμανέ, και κατέληγαν στην κουβέντα.    Ο ένας τα ανδραγαθήματα του ο άλλος να φημιστή τα προϊόντα του πχ πρόπερσι  φύτεψε μιαν αγγουριά και έκανε κάτι αγγούρια, δέκα σπιθαμές το ένα και αν θέλης πίστεψε.  Ο Μεμμέτης από τον Μονιάτη, (Έλληνες και Τούρκοι διασκέδαζαν μαζί) στο χωριό του είχε μια νεαρή προβατίνα, γύρισε όλα τα κριάρια του χωριού και κανένας δεν κατάφερε να την πηδήξη μόνον το δικό του γέρικο κριαρι, μόλις του την πήραν δεν της πήρε καιρό και αμέσως την βάτεψε.  Τες κουβέντες αυτές εμείς τα παιδιά τες απολαμβάναμε και τες πιστεύαμε σαν αληθινές όμως σε κάποιο στάδιο έπρεπε να πάμε για ύπνο και μας έβαζα στο κρεβάτι.  Βέβαια εμείς κρυφακούγαμε από τα κρεβάτια μέχρι που να μας πάρει ο ύπνος.  Αυτό συνεχιζόταν και η οικοδέσποινα μπορούσε να σφάξη καμιά όρνιθα για ανανέωση του μεζέ και στο ζουμί λίγα μακαρόνια η ότι άλλο βρισκόταν στο σπίτι.
Άλλη ζωντανή περίπτωση είναι και αυτή που συνέβη στο σπίτι του παππού μου στην Τριμίκλινη όταν ήμουν επτά η οκτώ χρόνων.   Το σπίτι του παππού μου ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο με το δώμα,δηλαδή χωμάτινη στέγη.   Χωμάτινο ήταν και το πάτωμα,   Μόλις μπαίναμε αριστερά ήταν ο αχυρώνας και πίσω από τον αχυρώνα υπήρχαν δύο πάχνες (φάτνες) για τα βόδια.   Δίπλα από τες πάχνες είχε ένα μεγάλο μπαούλο σεντούκι το έλεγαν.   Μπροστά από το σεντούκι κρεμόταν από τα βολίκια η ταπατζιά που έβαζαν μέσα τα ψωμιά.   Ποιο μπροστά ήταν η ξύλινη τάβλα πάνω στην οποία κοιμόντουσαν ο παππούς με την γιαγιά.   Απέναντι προς το αχυρωνάρι ήταν το ταβλί ένα είδος πρωτόγονου τραπεζιού πάνω στο οποίο τρώγαμε.   Πάρα κάτω είχε ένα κανονικό τραπέζι με συρτάρι, πέντε έξη καρέκλες και να πούμε ότι αυτή όλη κι' όλη ήταν η προίκα τους.   Πως μεγάλωσαν εννέα παιδιά μέσα σε αυτό το σπίτι, κύριος οίδε.   Πρέπει να ήταν χειμώνας γιατί μόνον τον χειμώνα έβαζαν μέσα στο σπίτι τα βόδια.   Η τάβλα ήταν στενή και δεν χωρούσε και τους τρεις να κοιμηθούμε, έτσι η γιαγιά έριξε ένα στρώμα στο πάτωμα για τους δυο μας, λίγο ποιο κάτω από τον πισινό της αγελάδας.   Ξαπλώσαμε και μέσα στην αγκαλίτσα της γιαγιάκας μου κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου.   Σε κάποια στιγμή μέσα στον γλυκύτατο μου ύπνο άκουσα κάτι να τρέχει σαν νερό και να πιτσιλίζει το πρόσωπο μου.   Ξύπνησα αλαφιασμένος και κατάλαβα ότι κατούρησε η κατσέλλα και όλες αυτές οι σταγόνες στο πρόσωπο μου ήταν τα κατουρήματα της.   Άρχισα να κλαίω να διαμαρτύρομαι, ότι η Τριμίκλινη δεν είναι καλή ενώ το Πέρα-Πεδί είναι καλό και ήθελα εδώ και τώρα να με πάρουν στο χωριό μου.   Ξύπνησε και ο παππούς, άρχισαν να με καλοπιάνουν ότι είναι νύκτα και μόλις ξημέρωνε ο θεός θα με έπαιρναν στο χωριό μου.   Συγκατατέθηκα το στρώμα η γιαγιά λίγο ποιο μακρυά από τον πισιν΄νό της αγελάδας και ξανακοιμηθήκαμε και ως το πρωί που ξυπνήσαμε όλα ξεχάστηκαν, μέχρι που ήρθε ο πατέρας μου και με έπιασε.
Το χωριό μου ολοπράσινο, διάσημο για τα φρούτα του και ιδιαίτερα στα μήλα που παράγει τα καλύτερα στην Κύπρο.   Αυτό ποιο πολύ το οφείλει στον ποταμό που το διασχίζει και ονομάζεται Κρυός Ποταμός.   Πράγματι το νερό του είναι ευλογία για τα τρία χωριά που το μοιράζονται, Πλάτρες, Πέρα-Πεδί, και Κοιλάνι.   Οι αναμνήσεις μας από τον ποταμό είναι άπειρες, και πάντοτε ευχάριστες.   Στο δικό μας σπίτι νερό για να πίνουμε κουβαλούσαμε στον ώμο με το σταμνί από την βρύση του χωριού, όμως για όλες τες άλλες ανάγκες του σπιτιού το κουβαλούσαμε με τους τενεκέδες από τον ποταμό που ήταν κοντύτερα στο σπίτι.   Με την δύση του ηλίου οι κοασμοί των βατράχων δημιουργούσαν πανδαιμόνιο.   Εμείς τα παιδιά γυρίζαμε τον ποταμό και μαζεύαμε καβούρια, που τα ρίχναμε στα αναμμένα κάρβουνα και γινόντουσαν ένας υπέροχος μεζές.   Εκεί που γυρίζαμε μπαίναμε στα περβόλια και κλέβαμε φρούτα, ώριμα η άγουρα εμείς τα τρώγαμε.   Περίπου ήμασταν σαν τες ακρίδες που τίποτα δεν αφήνουν εις το πέρασμα τους, και οι ιδιοκτήτες των περιβολιών σαν ακρίδες μας αντιμετώπιζαν και μας κυνηγούσαν.   Όμως που να μας πιάσουν εμείς τους ξεφεύγαμε είτε πηδώντας από τις δόμες είτε τρυπώνοντας από τους φράκτες.
Στον ποταμό σε όποιο μέρος το νερό πέφτει από ποιο ψηλά δημιουργείται βαθούλωμα, και από όσο ποιο ψηλά πέφτει το νερό τόσο μεγαλύτερο είναι αυτό το βαθούλωμα και το λέμε κολύμπα.  Στον ποταμό υπήρχαν δύο τέτοιες μεγάλες κολύμπες και τις λέγαμε κόλυμπους, ένα στην βόρεια και ένας στην νότια πλευρά του ποταμού.    Ο κόλυμπος του Μιχαηλά στη βόρεια πλευρά που λέγεται ότι εκεί πνίγηκε κάποιος Μιχαηλάς και πήρε το όνομα του, και ο κόλυμπος των Σκοτεινών στην νότια που πήρε το άνομα από την τοποθεσία που λέγονται Σκοτεινά, ίσως επειδή αργεί να πιάση ο ήλιος και ο φωτισμός είναι κάπως αδύνατος.   Εκείνος στα βόρεια είναι κάπως μακρυά περίπου ένα μίλι εκεί που σήμερα είναι ο Φράκτης ου τον κάλυψε και εκείνος στα νότια περίπου 300 μέτρα από το τελευταίο σπίτι και εκεί συχνάζαμε περισσότερο,   Αυτοί οι κόλυμποι ήσαν όπως θα λέγαμε σήμερα οι πισίνες μας.   Μπροστά τους κτίζαμε με πέτρες και κλαδιά για να ψηλώνουν τα νερά να είναι ποιο βαθιά και εκεί κολυμπούσαμε.   Μαγιό δεν είχαμε και η κολύμβηση γινόταν σε Αδαμιαία περιβολή.   Ο κόλυμπος των σκοτεινών, ήταν μπροστά από το κάτω μέρος ενός γεφυριού, και μερικοί πηδούσαμε στο νερό από το γεφύρι, μάλιστα οι περαστικοί απολάμβαναν το θέαμα και κατά διαστήματα μας έριχναν κέρματα στο νερό, συνήθως μισό γρόσι, κι' εμείς πηδούσαμε από το γεφύρι, τα βρίσκαμε και τα πιάναμε δικά μας. 
Κάποια μέρα μια γυναίκα η κυρία Ελπίδα σύζυγος του Αντωνή του Κουτσού του Κώστα που κατοικούσε στο τελευταίο σπίτι προς τον κόλυμπο για πλάκα ήρθε κρυφά και μάζεψε όλα τα ρούχα μας και έφυγε τρέχοντας με κατεύθυνση το χωριό. Όταν την πήραμε χαμπάρι και την τρέξαμε ξοπίσω αυτή πρόλαβε και μπήκε στο χωριό.   Για όσους είδαν το θέαμα πρέπει να ήταν υπέροχο, βλέποντας μια γυναίκα να τρέχει και ξοπίσω ένα τσούρμο αγοράκια όπως τα γέννησε η μάνα τους να την ακολουθούν τρέχοντας.   Τελικά τα κατάφερε και μας οδήγησε γυμνούς στην αυλή του καφενείου στο κέντρο του χωριού.  Εκεί έγινε της μουρλής.   Άλλοι το απολάμβανα. άλλοι το επικρότησαν και καλά μας έκανε αφού ήμασταν άτακτοι και πηγαίναμε στον κόλυμπο, σαν και αυτοί όταν ήταν παιδιά δεν πήγαιναν, και άλλοι θύμωσαν γιατί να το κάνει αυτό στα μωρά.   Μερικές γυναίκες μάλιστα την αποπήραν, της άρπαξαν τα ρούχα και μας βοήθησαν να τα φορέσουμε.
Μια άλλη ευχάριστη ανάμνηση ήταν όταν δεν είχαμε σχολείο συνήθως τες διακοπές των Χριστουγέννων οι γονείς μας έστελναν οι γονείς μας να βοσκίσουμε τες αίγες στο βουνό δίπλα που λέγεται Πυργόβουνος.   Όταν ο καιρός ήταν βροχερός οι κατσίκες έβοσκαν από μόνες τους και εμείς για προστασία τρυπώναμε σε μια σπηλιά που υπάρχει εκεί και είναι γνωστή ως ο Σπήλιος του Πυρκόουνου, ανάβαμε ξύλα να ζεσταινόμαστε και για να περνά η ώρα κάποιος μας έλεγε παραμύθι.   Μεγάλη παραμυθού ήταν η Δέσποινα του Ππασιά που έγινε κυρία Κλατσή.   Ο Κλατσής ο άνδρα της κατάγετο από το Κοιλάνι, ήταν πολύ ευχάριστος τύπος και πασίγνωστος, σαν κάτι μεταξύ κυνικού φιλόσοφου και μυθοπλάστη.   Εδώ θα κλείσω γιατί όλο και κάτι άλλο θυμούμαι και το κεφάλαιο θα καταντήση ατέλειωτο.








Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Πάλιν απ την αρχή.

Αφού στην εισαγωγή και τα δύο πρώτα κεφάλαια κάλυψα τα θέματα που ήθελαν τα παιδιά αρχίζω ξανά τη περιγραφή της ζωής μου.

Στο Πέρα-Πεδί που ίσως να είναι το ομορφότερο και γραφικότερο χωριό της Κύπρου, στες 7 Αυγούστου το 1933 τες πρώτες πρωινές ώρες γεννήθηκε ένα αγοράκι που το βάφτισαν Κωσταντίνον και το φώναζαν Κωστάκη,   Αυτό το παιδάκι που γεννήθηκε είμαι εγώ ο Κώστας Τρύφωνος,

Εκείνον τον καιρό ο μοναδικός τρόπος να τραφεί ένα βρέφος ήταν το βυζί και αν η μητέρα του δεν είχε αρκετό γάλα τότε κάποια άλλη προσεφέρετο να το βυζαίνει οι ευκατάστατοι δε, προσλάμβαναν παραμάνα για το παιδί τους.  Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα διότι η δική μου μάνα είχε γάλα και σε ποσότητα και σε ποιότητα έτσι μόλις γεννήθηκα άρχισα να θηλάζω και από ότι μου λένε έγινα ένας στρουμπουλός μπέμπης, και παράλληλα πολύ ζωηρός.  Μου αφηγήθηκαν πως όταν κάποτε πήγαν στην Παναγία του Κύκκου για προσκύνημα γύριζα τα κελιά των καλόγερων και τους ενοχλούσα παντοιοτρόπως, μου έδωσαν μάλιστα και το παρατσούκλι Τσιηβλόντος.  Έτσι αποκαλούσαν τότε τον πρωτοπαλαιστήν Τζιμ Λόντον.
Η πρώτη μου ανάμνηση ήταν κάπως δυσάρεστη και ίσως ο λόγος που θυμούμαι το περιστατικόν να ήταν το ξύλο που έφαγα αν και ούτε φόβον ούτε συνετισμό κατάλαβα να μου αφήσει αυτό το ξύλο. Ήταν αγία εβδομάδα και είχα κλείσει τα τρία η τα τέσσερα χρόνια. Ο πατέρας μου πήγε στην Λεμεσό να ψωνίσει για το Πάσχα και μεταξύ άλλων θα μου αγόραζε και παπούτσια.  Για να αγοράσουν παιδικά παπούτσια έπαιρναν μαζί τους άξαμο, δηλαδή ένα ξυλάκι κομμένο λίγο ποιο μεγάλο από το πόδι επειδή τα πόδια των παιδιών μεγαλώνουν, το έβαζαν μέσα στο καινούργιο παπούτσι για να είναι στο μήκος ακριβώς το ίδιο με τον άξαμο.
Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη με τες δουλειές του σπιτιού για το Πάσχα κι εγώ όπως συνήθιζα έπαιζα κάτω από την ελιά που ήταν στον διπλανό χωράφι.  Η μητέρα μου με παρακολουθούσε από το παράθυρο και αν καμιά φορά δεν  με έβλεπε ήξερε ότι πήγαινα απέναντι στο χωριό να παίξω με άλλα παιδάκια
Εκεί που έπαιζα ξαφνικά θυμήθηκα τα παπούτσια  και αφού τον δρόμο (40 χιλιόμετρα) τον ήξερα θα πήγαινα στην Λεμεσό να τα πιάσω αντί να περιμένω να μου τα φέρει.  Ήμουν και κοψονούρης,  μέχρι την Τριμίκλινη αντί τον κύριο δρόμο θα πήγαινα από συντόμι όπως συνηθίζαμε όταν πηγαίναμε με το γαϊδούρι να επισκεφθούμε τον παππού μου.   Αποκεί θα έπαιρνα την άσφαλτο και στον Ύψωνα που συναντούμε τον κύριο δρόμο που οδηγεί προς την Πάφο, θα έστριβα αριστερά για να πάω στην Λεμεσό.  Τόσον απλά!!!
Η απόφαση ελήφθη και για να μη χασομερούμε ξεκίνησα.  Τίποτα το αξιόλογο μέχρι τι δίστρατο της Κουκάς που ένα πουλάκι τρύπωσε σε ένα θάμνο δίπλα στον δρόμο, ααα λέω ευκαιρία να το πιάσω.  Κοιτάζω απ' εδώ κοιτάζω απ' Εκεί άφαντο το πουλάκι.  Απογοητευμένος ξεκίνησα τον δρόμο μου για την Τριμίκλινη.  Στα πεντακόσια περίπου μέτρα πριν το χωριό συνάντησα τον γέρον τον Χατζή γείτονα του παππού μου.   Αμέσως με κατάλαβε και με ρώτησε αν έρχεται και ο παπάς μου ποιο πίσω.   Όχι του λέω είμαι μόνος μου και πάω στην Λεμεσό που θα μου αγοράση  παπούτσια ο παπάς μου να τα πιάσω.  Δεν ξέρω τι κεραμίδα ήρθε στο κεφάλι του ανθρώπου, αλλά ακολούθησαν μερικές στιγμές αμηχανίας και ξαφνικά φωτίστηκε.  Ξέρεις..... μου λέει,  πριν  φύγω είδα τον παππού σου στον καφενέ και μου είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι να ετοιμαστή για να πάει στην Λεμεσό.   Τρέχα γρήγορα και πήγαινε σπίτι να τον προλάβεις να σε πάρη μαζί του με το αυτοκίνητο.  Εγώ με κάποια δυσπιστία τον ρώτησα.  Είσαι σίγουρος θκειέ?  Ναι ναι με διαβεβαιώνει, και βούρα γρήγορα να τον προλάβεις.  Άρχισα να τρέχω για μερικά μέτρα και παίρνοντας ξανά τον ρυθμό μου περπάτησα μέχρι το χωριό.
Μπαίνοντας το χωριό βρέθεται μπροστά μου κάποιος πειρασμός.  Ένας ωραιότατος σωρός από άμμο!! Χωρίς χάσιμο χρόνου ανέβηκα στη άμμο και έπαιξα, έπαιξα, ξεχνώντας τα πάντα,  Σε κάποια στιγμή θυμήθηκα και το σπίτι.  Ξεκινώ για το σπίτι, και σε εκατόν περίπου μέτρα δεύτερος πειρασμός.  Η βρύση του χωριού με φουντάνα, όχι χολέτρα όπως στο χωριό μου, ελεύθερη ολόδική μου χωρίς κανένα να την απασχολεί.   Χωρίς να χάσω καιρό ανέβηκα και χαράς ευαγγέλια με το πίτιμαν του νερού.  Εκεί που έπαιζα αμέρυμνος ακούω μια γνώριμη φωνή να λέει.  "Ου εν το μωρόν τούτον!  Και που ένι η μάμμα σου"   Ήταν η θεία μου η Χαμπού, αδελφή του πατέρα μου που ήρθε να γεμίσει το σταμνί της.  Της εξήγησα τα καθέκαστα και την ρώτησα αν πρόλαβα τον παππού μου πριν πάει στην Λεμεσό.  Και όταν μου είπε ότι ο παππούς μου δεν επρόκειτο να πάη στην Λεμεσό άρχισα να πνέω τα μένεα κατά του γέρου που συνάντησα στον δρόμο και με περίπαιξε.  Με πήρε σπίτι με καθάρισε με ένιψε με τάισε και η γιαγιά μου έδωσε ένα ζυμπιλούιν.  Το ζιμπιλούιν είναι ένα μικρό ομοίωμα ζεμπυλιού από  ζυμάρι με ένα κόκκινο αυγό που το έκαναν το Πάσχα ειδικά για παιδιά. Αφού ηρέμισαν τα πράματα η γιαγιά σκέφτικε να στείλη μύνημα ότι είμαι μαζί με την γιαγιά μου και είμαι καλά να μήν ανησυχούν.  Με παίρνει από το χεράκι και πάμε στον καφενέ να εύρη κάποιον να στείλη το μύνημα.  Τηλέφωνα δεν υπήρχαν.  Το γεγονώς φάνηκε πρωτόγνωρο και οι χωριανοί έκαναν πηγαδάκια και άρχισαν να το συζητούν.   Εκεί τυχαία βρέθηκε ένας αστυνομικός που όταν το άκουσε πήγε στην γιαγιά μου να μάθη τι ακριβώς συνέβαινε.   Η γιαγιά μου του είπε ότι γύρευε κάποιον να στείλη μύνημα στους γονείς μου να μην ανησυχούν.   Εκείνος της απαντά με αυτηρόν ύφος.   Ξέρεις κυρά μου ότι αυτήν την στιγμή οι αστυνομικοί σταθμοί είναι όλοι ανάστατοι.  Δώσε μου γρήγορα το παιδί.
Με παίρνει ο αστυνομικός και μετά από αρκετή ώρα που πέρασε το πρώτον αυτοκίνητο  - τότε κυκλοφορούσαν πολύ λίγα αυτοκίνητα- το σταμάτησε και έδωσε οδηγίες στον οδηγό να με μεταφέρει στο χωριό μου. Εκεί στο σταυροδρόμι προς το Κοιλάνι κατέβηκα και καταχαρούμενος έτρεξα προς την μητέρα μου.  Η μητέρα μου ούτε που υποψιάστηκε τι έγινε, Όταν της έδειξα το ζιμπιλούιν και της λέω κοίτα!  με ρώτησε που το βρήκα.   Της είπα ότι μου το έδωσεν η γιαγιά μου.  Ποια γιαγιά ρε η Αννού (μια γριά στην άλλη άκρη του χωριού που την βοηθούσε στα παιδιά).   Όχιιι  η άλλη γιαγιά μου η καλή, πήγα στο σπίτι της.  Δεν ξέρω ποια κεραμίδα κτύπησε στο κεφάλι την μάνα μου αλλά σίγουρα θα ζαλίστηκε.
Άρχισε να με ανακρίνει για την διαδρομή,να μάθη αν πέρασα κάποιον κίνδυνο,αν ξάπλωσα κάπου να κοιμηθώ, αν βρέθηκε κάποιο φίδι μπροστά μου κλπ. κλπ., και όταν την διαβεβαίωσα ότι όλα κύλησαν ομαλά, μου βγάζει κάτι λαστιχένια μποτάκια που φορούσα, αρπάζει μια ξύλινη βούρτσα που είχε για το ξεσκόνισμα των ρούχων και αρχίζει.  Εν να το ξανακάνεις ρε σκύλε?   Και τσακ κάτω από τα πόδια με την βούρτσα.  Εν να το ξανακάνεις ρε σκύλε?  Και τσουπ κάτω από τα πόδια.  Και τσακ και τσουπ δεν ξέρω πόσες έφαγα γιατί δεν ήξερα να μετρώ και ταυτόχρονα να διερωτώμαι το γιατί η μάνα μου με δέρνει τόσον πολύ. 
Αποδώ και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα μέχρι τα έξη μου με δύο σημαντικά γεγονότα.  Ένα στες 14 και ένα στες 15 του Σεπτέμβρη.
Στες 14 γεννήθηκε η αδελφή μου η Πόπη και στες 15 ήταν η πρώτη μου μέρα στο σχολείο.


Το σχολικό ξεκίνημα.       

Το ξεκίνημα για το σχολείο δεν ήταν όπως όλων των παιδιών, ήταν πολύ ποιο ασυνήθιστο.   Σήμερα ξέρουμε ότι τα πρωτάκια συνήθως τα συνοδεύει η μαμά στο σχολείο και άλλα κλαίνε, και άλλα το διασκεδάζουν.  Εμένα συνέπεσε ο πατέρας μου για επαγγελματικούς λόγους να απουσιάζη στην μεγάλην εμποροπανήγυρη του Τιμίου Σταυρού στο Όμοδος.  Η μητέρα μου γέννησε την δεύτερη μου αδελφή και ήταν λεχώνα και εμένα κάποιος έπρεπε να με γράψη στο σχολείο.   Στο διπλανό σπίτι παραθέριζε κάποια κοπέλα που έδωσε την λύση, με τον νεαρόν αδελφό της που ανάλαβε την διαδικασία.   Το σχολείο ήταν σε απόσταση περίπου 150 μέτρα από το σπίτι, με πήρε από το χεράκι και πήγαμε στο σχολείο και κάναμε την εγγραφή.   Πλήρωσε μάλιστα και μισό σελίνι δικαίωμα εγγραφής το οποίο αρνήθηκε να του επιστραφή.
Το σχολείο στο χωριό μας ήταν δυδιδάσκαλο, είχε δάσκαλο και δασκάλα και αριθμούσε περίπου 65 μαθητές και ο δάσκαλος δίδασκε στην Πρώτη, Πέμπτην και έκτην τάξη και η δασκάλα στην Δευτέραν, Τρίτη και Τετάρτην τάξη.  Στον κύριον Υπέρμαχο που θεωρείτο από τους καλύτερους διότι έδερνε πολύ η μοίρα έταξε να μάθω τα πρώτα μου γράμματα.   Σύμφωνα με τες αντιλήψεις της εποχής η δεσποινίς Μαρούλλα η δασκαλίτσα δίδασκε τα παιδιά με αγάπη και στοργή και δεν έδερνε, δεν ήταν καλή!!!
Ο δάσκαλος μας έδωσε το Αλφαβητάριο, έναν τετράδιο ένα μολύβι και ένα σβηστήρι, αυτά ήσαν όλα κι όλα τα εφόδια για την έναρξη της σχολικής σταδιοδρομίας μας.
Εν τω μεταξύ λίγες μέρες πριν είχε αρχίσει και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που θα αναστάτωνε τα πάντα τόσον ανά το παγκόσμιο όσον και στην δική μας ζωή.
Στην πανήγυρη ο πατέρας μου φάνηκε τυχερός και ξεπούλησε όλην την πραμάτεια του, όμως τα φαινόμενα απατούν.  Εκεί βρισκόταν και ο προμηθευτής του σε χαλκό του έδωσε όλες τες εισπράξεις και έβαλε μία μεγάλη παραγγελία χαλκού.  Μερικές όμως μέρες μετά παίρνει επιστολή από τον προμηθευτή ότι αδυνατεί να εκτελέσει την παραγγελία και τα χρήματα τα κράτησε έναντι του χρέους.  Λόγω πολέμου είχε αρχίσει η έλλειψη αγαθών και η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνιση της.  Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που ακύρωσε την παραγγελία του πατέρα μου. και ο χαλκός ήταν ένα από τα κυριότερα μέταλλα στην πολεμική βιομηχανία πχ σφαίρες. Έτσι το ότι φάνηκε τυχερός να ξεπουλήση όλον το εμπόρευμα του στην πανήγυρη είχε σαν αποτέλεσμα να κλείση το μαγαζί.
Κοσμοχαλασιά και από ανατροπή σε ανατροπή άρχισα να μαθαίνω γράμματα.
Όπως ο πολύς άλλος κόσμος έτσι και η οικογένεια μας άρχισε να αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και εφόσον το μαγαζί δεν μπορούσε να δουλέψη, ο πατέρας μου επιδόθηκε στην καλλιέργεια των κτημάτων μας.   Και επειδή τα κτήματα δεν ήσαν αρκετά να θρέψουν την οικογένεια ο πατέρας μου άρχισε να πηγαίνη και σαν εργάτης στα ανακουφιστικά έργα που ξεκίνησε η κυβέρνηση.  Τα ανακουφιστικά έργα ήσαν έργα στρατιωτικής υποδομής, όπως πολεμίστρες, υπόγειοι χώροι αποθήκευσης πολεμοφοδίων και τροφίμων του στρατού, στέρνες νερού, και γενικά ετοίμαζαν την ύπαιθρο να χρησιμοποιηθή σαν πεδίον μάχης, αν και όταν θα χρειαζόταν.
Ο πόλεμος άναβε όλον και περισσότερο και έτσι για προληπτικούς λόγους αποφασίστηκε η εκκένωση, δηλαδή εκκενώθηκαν οι πόλεις από τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, που μεταφέρθηκαν να κατοικούν στην ύπαιθρο.   Με την έλευση των ξένων στο χωριό δημιουργήθηκε κάποια υποτυπώδη εμπορική κίνηση.  Η μητέρα μου πχ πωλούσε στους ξένους κάνα αυγό λίγο γάλα από τες δύο κατσίκες που είχαμε και έτσι κατά κάποιον τρόπο άρχισε να ενισχύεται το οικογενειακό βαλάντιον.
Το μαγαζί πλέον εκτός από κάπου-κάπου κάποιαν επιδιόρθωση παλαιού αντικείμενου από τίποτε άλλο είχε εισόδημα και ο πατέρας μου παράτησε το μαγαζί και έγινε χασάπης συνεταιρικά με κάποιο συγχωριανό ονόματι Γεώργιος Φοινιώτης η Ίπρος.
Το καινούργιο επάγγελμα του πατέρα μου χρειαζόταν και ποιο πολλά χέρια οπότε όλη η οικογένεια έπρεπε να συνεισφέρει.  Η δική μου συνεισφορά ήταν όταν δεν είχα σχολείο να βοσκίζω τα ζώα που αγόραζαν για σφαγή.Συνήθως έσφαζαν μία φορά την εβδομάδα, την Κυριακή και δύο η τρεις το καλοκαίρι, Σάββατο, Κυριακή και Πέμπτη.  Οι ευκατάστατοι έτρωγαν κρέας μίαν φορά την εβδομάδα, συνήθως την Κυριακή και οι πολύ πλούσιοι έτρωγαν και την Πέμπτη.  Ψυγεία δεν υπήρχαν για να συντηρείται το κρέας και έτσι είμαστε από τους πολύ τυχερούς, διότι όλο και κάποιο κομματάκι κρέας θα έμενε απούλητο και οι χασάπηδες το μοιραζόντουσαν για την οικογένεια τους,   Ένας τρόπος συντήρησης του κρέατος ήταν το κοκκίνισμα, δηλαδή το τηγάνιζαν ελαφρά έτσι μπορούσε να διατηρηθή δύο τρεις μέρες μέσα στην αρμαρόλλα.
Είναι τόσα πολλά τα γεγονότα που ζήσαμε εμείς που γεννηθήκαμε την δεκαετία του 1930, τόσο ραγδαίες οι αλλαγές, τόσο γρήγορη η λεγόμενη πρόοδος,  που πιστεύω ότι  θα ήταν αδύνατο και για πολύ εξειδικευμένο συγγραφέα να τα περιγράψη.   Σίγουρα και το δικό μου κείμενο δεν πρέπει να αποδίδει την πραγματικότητα όπως θα έπρεπε.


Η γενιά της δεκαετίας του 1930.

Όταν γεννηθήκαμε την δεκαετία του 1930 το κυριότερο μεταφορικό μέσο ήταν το γαϊδούρι και καταλήξαμε  σήμερα να πηγαίνουν διαστημόπλοια και να εξερευνούν όχι μόνον τους πλανήτες του Ηλιακού μας Συστήματος αλλά και τους διπλανούς γαλαξίες.   Το προσωπικής χρήσεως μεταφορικό μέσον ήταν το γαϊδούρι και πολύ σπάνια τα μουλάρια και τα άλογα.   Για ταξί ήσαν οι άμαξες,  και για μεταφορά φορτίων τα αμάξια.
Όταν η θεία μου η Πιστού, η μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα μου, όπως μας εξιστορούσαν,είδε για πρώτη φοράν αυτοκίνητο στο κύριο δρόμο που διέσχιζε το απέναντι βουνό,  εκστατική άρχισεν να φωνάζη έτην μιαν άμαξα χωρίς αππάρους.  Μιαν τέτοια άμαξα χωρίς άλογα θυμούμαι έναν αυτοκίνητο από το Πισσούρι με αριθμόν εγγραφής Νο 23 που συνήθως στάθμευε στην οδόν Ελευθερίας στην Λεμεσό.  Το λεωφορείον του χωριού μου 20 ή 22 θέσεων ήταν με αριθμόν εγγραφής Νο 200 δηλαδή ήταν το διακοσιοστό αυτοκίνητο που ενεγράφη στο Μητρώον Οδικών Μεταφορών.
Το μαγείρεμα γινόταν πάνω σε πέτρινη νυσκιάν (εστία) με ξύλα.  Για θέρμανση η τσιμινιά (το Τζάκι) άναβε με ξύλα, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαμε μαγκάλι με κάρβουνα, και αυτά συνήθως τα παίρναμε αναμμένα είτε από το τζάκι είτε από την νυσκιάν.   Μαγείρευαν σε χάλκινες κατσαρόλες η σε πήλινα τσουκάλια, και για τα τηγανητά είχαν δύο τταβάδες (τηγάνια) έναν μονό με ουρά και ένα διπλό με δύο αυτιά που ήσαν μαυρισμένοι από τους καπνούς.  Το φαγητό σερβίρετο συνήθως  μέσα σε τσίγκινες κούππες η και πήλινα  δοχεία.   Πιάτα πορσελάνης και ποτήρια γυάλινα αν υπήρχαν μερικά τα φυλάγαμε για τους ξένους.  Όταν είχαμε ξένους για διασκέδαση, για το ποτό έβαζαν μόνο ένα ποτήρι.  Έβαζε ποτό στον πρώτο το έπινε και το ποτήρι πήγαινε στον δεύτερο και ούτω καθεξής,  μέχρις ότου δόση τον γύρο του τραπεζιού το ποτήρι με δέκα δεκαπέντε άτομα  κουβεντιάζοντας και καλαμπουρίζοντας το αλκοόλ από το ποτό στον πρώτο καιγόταν και έτσι μπορούσαν και τρωγόπιναν μερόνυχτα.
Για φωτισμό κυρίως υπήρχαν οι λάμπες πετρελαίου, μία η δύο στο κάθε σπίτι.   Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν πετρέλαιο και για φωτισμό άναβαν δαδί.
Είναι τόσον μεγάλη και τόσον ραγδαία η αλλαγή που ζήσαμε εμείς της δεκαετίας του 1930 που χρειάζονται τόμοι ολόκληροι για να περιγραφή, γι' αυτό θα συνεχίσω να την περιγράφω στα επόμενα κεφάλαια ανάλογα με τα γεγονότα που θα συναντούμε.






Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2

Καταγωγή.

Μια άλλη επιθυμία των παιδιών και των εγγονών ιδιαίτερα των αγοριών είναι να μάθουν το γενεαλογικό τους δένδρο και νομίζω το σημείο τούτο είναι το καταλληλότερο γι αυτήν την προσπάθεια.  Το μόνο η μεν πρόθεση πρόθυμη το δε πνεύμα λόγω πολλού χρόνου ασθενές.  Ας προσπαθήσω με τα εύκολα τζιαι θωρούμε τζιαι κάμνομεν με τα δύσκολα.   Κωστάκης του Τρύφωνα και της Ελένης και αρχίζω  με τον

Τρύφωνα του Νικολή και της Μαρικκούς,   Ο Νικολής η Νικόλας Λαζαρή, η Νικολής της Παντελούς παντρεύτηκε την Μαρικκούν από Έρωτα που της τον εκμυστηρεύτηκε λέγοντας της. Καλλίτερα Ρα πελλή να σε πάρω για να πάρη πίσω την απάντησιν Να σε πάρη ο ποταμός του Ζυού (Ποταμός του ζυγού εκεί στην Άλασσα που ενώνονται οι δύο ποταμοί του Κούρη και το ρέμα είναι δυνατό).   Ήμουν μικρός όταν άκουσα αυτήν την ερωτική εξομολόγηση αλλά την συγκράτησα.   Τελικά το ειδύλλιον είχε αίσιον τέλος και ο Νικολής με την Μαρικκούν παντρεύτηκαν  και η Μαρικκού έμεινε έγκυος δώδεκα φορές.   Από τες δώδεκα εγκυμοσύνες έζησαν τα εννέα παιδιά τα οποία μεγάλωσαν και παντρεύτηκαν.  Κατά σειράν ηλικίας είναι τα ακόλουθα.
Η Πιστού από το Θεοπίστη, η Χαμπού από το Χαραλαμπού, Ο Τρυφωνής,  ο Κωστής,  η Παντελού,  η Ερμιόνη,  η Ελένη, ο Χαμπής,  και η  Βαθθού από το Ευανθία.

Η Πιστού παντρεύτηκε τον Ποστολήν η Αποστόλη από το Μονάγρι και απέκτησαν ένα παιδί τον Νικολή.

Η Χαμπού παντρεύτηκε τον Φυτήν η Νεόφυτον Κακονίτην και απέκτησαν μίαν κόρη την Μαρούλλα.  Η Χαμπού έμεινε χήρα όταν το παιδί της ήταν ακόμα βρέφος.

Ο Τρυφωνής παντρεύτηκε την Ελένην και απέκτησαν τέσσερα παιδιά.  Τον Κωστάκην,  την Μαρούλλαν,  την Πόπην  και τον Ανδρέαν.

Ο Κωστής παντρεύτηκε την Καλλούν και τα παιδιά τους είναι  ο Ανδρέας,  η Αθηνούλα, ο Νίκος, ο Θανάσης και ο Μιχαλάκης.

Η Παντελού παντρεύτηκε τον Μάρκο και μαζί απέκτησαν την Αλίκη.

Η Ερμιόνη παντρεύτηκε τον Αρεστή του Χριστοφή του Τσιαπατσιούλλη από την Συλίκου και κατοίκησαν στην Συλίκου.  Τα παιδιά τους είναι ο Ανδρέας και ο Χριστάκης.

Η Ελένη παντρεύτηκε τον Πεύκον από την Λάνεια και τα παιδιά τους είναι  η Θεογνωσία και ο Αντωνάκης.

Ο Χαμπής παντρεύτηκε την Αρτουλα με την οποίαν απέκτησε δύο κόρες.  Την Ρούλλαν και την Ντίναν.   Ο Χαμπής όταν τα παιδιά του ήταν ακόμα στο δημοτικό έμεινε χήρος.

Η Βαθθού παντρεύτηκε τον Νίκον Παναγιώτου κουρέας το επάγγελμα και υπέροχος χαρακτήρας και τα παιδιά τους είναι η Μαίρη και η Λένια.

Η Ελένη Κωνσταντή Ευγενίου, του Κωνσταντέρα και της Μαρικκούς γεννήθηκε στον Μονιάτη, και ο πατέρας της ο Κωνσταντής του Ευκένιου καταγόταν από το Πέρα-Πεδί ενώ η μητέρα της η Μαρικκού του Βασίλη και της Ελένης γεννήθηκε στον Μονιάτην διότι οι γονείς της παντρεύτηκαν και κατοίκησαν στον Μονιάτην.  Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά κατά σειράν γέννησης, τον Ευγενήν,  την Ελένη και τον Αντωνήν.   Όπως έγραψα και προηγουμένως τα παιδιά ορφάνεψαν πρώτα από μητέρα και μετά από πάτερα όταν ήταν ο Ευγενής 9 ετών,  η Ελένη 6 ετών,  και ο Αντωνής τριών  ετών.

Ο Ευγενής παντρεύτηκε την Ιωάννα του Χαμπουλλά από το Πέρα-Πεδί και μαζί απέκτησαν την Μαρούλλαν, την Γαλατούν από το Γαλάτεια, τον Χαμπουλλάν,  τον Κωστάκην,  και τον Αντρίκκο.

Η Ελένη παντρεύτηκε τον Τρυφωνήν τον Καζαντζήν από την Τριμίκλινη και απέκτησαν τον Κωστάκην, την Μαρούλλαν  την Πόπην  και τον Ανδρέαν.

Ο Αντωνής παντρεύτηκε την  Ευθυμία του Χατζή και της Λενούς και έκαμαν τον Κωστάκην,  τον Μάριον,  και την Νίτσαν από το Ελενίτσα.



Οι Πρόγονοι.

Για να μεταπηδήσουμε στους προγόνους αρχίζουμε με τους γονείς του πατέρα μου τους παππούδες μου Νικολήν και Μαρικκούν.

Νικολής η Νικόλας Λαζαρή, η ο Νικολής της Παντελούς, φαίνεται η προ στετέ μου η Παντελού ήταν ποιο δυναμική από τον προπάππον μου τον Λαζαρήν.
Ο Λαζαρής και η Παντελού απέκτησαν εκτός από τον παππού μου τον Νικολήν και δύο κόρες την Καζαντζίναν και την Παπαδιά που νομίζω την έλεγαν Πιστούν από το Θεoπίστη.

Η Καζανζίνα, αγνοώ το όνομα της διότι ο πατέρας μου δεν αναφέρετο γι αυτήν με το όνομα της αλλά "η θκειά μου η καζαντζίνα".   Η Καζανζίνα από τον πρώτο της γάμο γνώρισα ένα γιον και μιαν κόρη.   Τον Κουντουρήν και την Αθηνά.   Ο Κουντουρής παντρεύτηκε την Βαρβαρούν και απέκτησαν δύο γιούς και μίαν κόρη. Τον Ανδρέαν , τον Δήμον και της κόρης το όνομα το ξέχασα.   Η Αθηνά παντρεύτηκε τον Μαστραππήν και αυτοί έχουν γιον και κόρην που αυτήν την στιγμή τα ονόματα τους μου διαφεύγουν.
Ο δεύτερος γάμος ήταν με τον Κυριάκον τον Καζαντζήν που δίδαξε την τέχνη του, στους δύο γιους του και τον πατέρα μου,   Τους Ανδρέαν Καζαντζήν,   Ηλίαν Καζαντζήν,  και Τρύφωναν Καζαντζήν.   Την αδελφή του παππού μου δεν την γνώρισα αλλά γνώρισα τον δεύτερον σύζυγο της τον Κυριάκο που ήταν ένας καλοκάγαθος γέρος και κατοικούσε στο σπίτι του γιου του, του Ανδρέα στην Λεμεσό.   Ήταν τυφλός για αρκετά χρόνια μάλλον από καταρράκτη,  και τότε μόλις άρχισαν δηλά δηλά να κάνουν τες πρώτες επεμβάσεις.   Ο θείος ο Ανδρέας ήταν ευκατάστατος και εφόσον χειρότερα η κίνδυνος θανάτου δεν υπήρχαν αποφάσισε να κάνει την επέμβασιν ο πατέρας του.  Η επέμβαση είχε μεγάλην επιτυχία και ο μάστρε Κυριάκος με γυαλάκια άρχισε βλέπει μια χαρά.   Μόλις άρχισεν να βλέπει ξύπνησαν μέσα του τα περασμένα μεγαλεία και ζήτησε από τον γιο του να του δώση πράμα (εμπόρευμα)  να πάει στο παναϊριν.   Αν δεν με απατά η μνήμη μου επρόκειτο για το παναϊριν της Παναγίας στον Αγρό την 21 του Νιόβρη.   Λόγω κακών καιρικών συνθηκών φαντάζομαι ο θείος ο Ανδρέας του αρνήθηκε.  Μόλις είδε το φως του ο γέρο Κυριάκος άρχισε να κατεβαίνει στο μαγαζί του γιου του στην οδόν Ελευθερίας στο οποίον πήγαινα σχεδόν καθημερινώς, λόγω που εκεί κατέληγαν και τα λεωφορεία των χωριών.   Μόλις με είδε ο παππούς ο Κυριάκος μου λέει να γράψης του παπά σου να μου δώση πράμαν να πάω στο παναϊριν.  Αμέσως έγραψα γράμμα και το έδωσα στον σιωφέρ τον χωριανόν να το δώση στον πατέρα μου. Την άλλην ημέρα το πρωϊ ο πατέρας μου κατέβηκε στην Λεμεσό και αποφάσισαν με τον θείον τον Ανδρέαν να του δώσουν λίγον πράμα στον γέρο και με έναν κάρφαν (τεχνίτην υπάλληλον) να τον στείλουν στο παναϊριν, όπως και έγεινε.   Λεπτομέρειες για τα αποτελέσματα δεν με ενδιέφεραν ούτε και έμαθα και επανερχόμεθα στο θέμα μας. 
Ο Ανδρέας Καζαντζής πατρεύτηκεν την Καλλούν απο την Λάνεια και μαζί έκαμαν τρεις κόρες.   Την Τούλλαν,  Την Βέραν,  και την Ανναν.  Η Βέρα που είναι δευτερη μου ξαδέλφη από τον πατέρα παντρεύτηκε τον Κόκον Κάρμιο δεύτερον ξάδελφο μου από την μητέρα.
Ο Ηλίας Καζαντζής παντρεύτηκε χωριανήν του την Παναγιώτα με την οποίαν απέκτησαν την Μαρίτσαν και τον Ανδρέαν.   Ο Ανδρέας Καζαντζής ιατρός παθολόγος καρδιολόγος ίσως είναι ο καλύτερος καρδιολόγος στην Κύπρο.

Μαρικκού η Μαρικκού ή Ττουρουτίνα ο πατέρας της ήταν ο Ττουρουτής (επίθετον η παρατσούκλι δεν ξέρω) είχε δύο παιδιά.   Τον Σπυρον και την Μαρικκούν.
Ο Σπύρος ήταν ήρεμος άνθρωπος λεπτής σωματικής διάπλασης βρακάς αλλά της γυναίκας του το όνομα μου διαφεύγει παρόλο που παιδί την γνώρισα και πάντοτε με καλοδεχόταν και με φίλευε με ότι είχε. Απέκτησαν εξ όσων θυμούμαι δύο παιδιά την Ελένη που παντρεύτηκε στην Τριμίκλινη και τον Λούκα που παντρεύτηκε στον Άγιον Μάμα.
Η γενιά της στετές μου της Μαρικκούς από ότι μας έλεγαν φτάνει από την Ποταμίτισσα.   Κατεβαίνοντας από τα καφενεία, περνώντας τον ποταμό καμιάν πενηνταριάν μέτρα προς τα αριστερά ήταν το σπίτι της Κοτζιάκαρης όπως την αποκαλούσαν,  εκεί φιλοξενείτο πάντοτε ο πατέρας μου. Αυτή η Κοτζιάκαρη πρέπει να ήταν ξαδέλφη της γιαγιάς μου της Μαρικκούς.   Μου έλεγαν για κάποιον Τρυφωνή.  Μικρός τότε γνώρισα και πολλούς άλλους συγγενείς και σχεδόν όλοι ασχολούντο με τα παραδοσιακά αλλαντικά. Λουκάνικα, λούντζες, ποσιρτές, χοιρομέρια κλπ.  Ένας 
που γνώρισα ήταν κάποιος Μαραγκός ποιο μεγάλος στην ηλικία από τον πατέρα μου.

Αυτοί είναι οι πρόγονοι που άλλους γνώριασα και άλλους όχι από πλευράς πατέρα και τώρα μεταπηδώ στην πλευράν της μητέρας.

Κωνσταντής και Μαρικκού όπως αναφέρω και προηγουμένως απέκτησαν τρία παιδιά τα οποία άφησαν ορφανά σε 9, 6 ετών και 3ων.   Τον Ευγενήν, την Ελένην και τον Αντωνήν,   Από αυτά τα τρία παιδιά η Ελένη είναι η μητέρα μου.

Κωνσταντής λοιπόν η ο Κωνσταντής του Ευκένειου και όσον παράδοξον η παράξενο και αν σας φανεί, παρ όλον που γεννήθηκα στο Πέρα-Πεδί που γεννήθηκε και ο παππούς μου διαπίστωσα ότι ολιγότερο ενημερωμένος είμαι για τα αδέλφια του παππού μου του Κωνστανή όμως θα προσπαθήσω να περιγράψω όσον το δυνατόν ποιο σωστά το σόι μου.   Από τες αδελφές του γνώρισα την Δεσποινούν και την Καλλιστένην.  Αναφορές έγιναν στον Γιώρκην και την Μαρίκκαν.
Δεσποινού που παντρεύτηκε στα Πολεμίδια τον Γιάγγον, την έλεγαν και Σιηρατούν διότι χήρεψε νωρίς. Με τον Γιάγγον απέκτησαν την Ευτέρπη, τον Γενεθλήν και τον Γιώρκον.
Η Ευτέρπη παντρεύτηκε τον Καρμιώτην από το Κάρμι και έκαμαν την Σεμέλη, και τον Κόκον ο οποίος δεύτερος μου ξάδελφος Κόκος παντρεύτηκε την δεύτερη μου ξαδέλφη την Βέρα κόρην του θείου μου του Ανδρέα του Καζαντζή.
Ο Γενεθλής παντρεύτηκε την Μαρία και έκαναν τρία παιδιά.   Την Νίνα, την Νάναν και τον Γιάγγον. 
Ο Γιώρκος που, και ποίαν παντρεύτηκε, δεν ξέρω,  τον ίδιον αν τον είδα μίαν η δύο φορές στην ζωή μου. 

Η Καλλιστένη παντρεύτηκε τον Ττοουλήν,  Ήξερα ότι είχε δύο παιδιά, τον Μίχαλον και την Ρεβέκκα τους οποίους γνώρισα καλά. Όμως παιδιά τους ήταν και ο Κωστής του Ττοουλή και η Ερπινίκη  που νόμιζα ότι ήταν άλλοι οι γονείς τους.  Ο Μίχαλος δεν παντρεύτηκε.   Τον θυμούμαι κάπου κάπου που δούλευε ψευτοδουλειές για τον πατέρα μου.
Η Ρεβέκκα παντρεύτηκε τον Κωστήν του Σοφόκλη η Κωστήν Παντοχέα (Πανδοχέα)  η Κωστής Σοφόκλη που ήταν το επίσημο όνομα του και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά τον Σοφοκλή και την Αλισαβού.   Ο Σοφοκλής, πτυχιούχος χημικός του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου ήταν από τους πολύ ελάχιστους χημικούς που διέθετε η Κύπρος.   Παντρεύτηκε την κόρην του Αριστόδημου του Καζαντζή από την Λευκωσία. Η Αλισαβού παντρεύτηκε τον χωριανόν μας Γιώρκον Πρωτοπαπάν.
Ο Γιώρκης και η Μαρίκκα δεν παντρεύτηκαν και η Μαρίκκα υιοθέτησε την Ευτέρπη που ήταν ορφανή από πατέρα.   Δεν ξέρω γιατί δεν υιοθέτησε και την μάνα μου που ήταν πεντάρφανη δηλαδή ορφανή από πατέρα και μητέρα και την άφησαν από 6 χρονών δούλα μέσα στα σπίτια του ενός και του  άλλου. 
Ο παππούς μου πρέπει να είχε άλλα δύο αδέλφια στο χωριό τα οποία δεν ξέρω αν ήσαν αδελφές η αδελφοί, και το συμπεραίνω από το ότι η μάνα μου είχε άλλα δύο ξαδέλφια, ο Στυλλής ο Χρυσοφός η Χρυσοχός και η Κλειανθού (Κλεανθού) .(Εδώ να συμπληρώσω  ότι νόμιζα πως ήταν τέσσερα τα ξαδέλφια ενώ τα άλλα δύο ο Κωστής και η Ερπινίκη μαζί με τον Μίχαλον και την Ρεβέκκαν ήσαν αδέλφια και παιδιά της Καλλιστένης).
Ο Στυλλής ο Χρυσοφός ήταν χρυσοχόος το επάγγελμα και μάλιστα από τους καλύτερους διότι άφησε πολύ καλά έργα τέχνης.  Παντρεύτηκε την Κυριακήν του Σοφόκλη η οποία δεν ξέρω αν ήταν και αδελφή του Κωστή του Σοφόκλη δηλαδή δύο αδέλφια, ο Κωστής και η Κυριακή παντρεύτηκαν δύο πρώτα ξαδέλφια, την Ρεβέκκα και τον Στυλλήν.
Ο Στυλλής με την Κυριακήν απέκτησαν δύο παιδιά την Μαρούλλαν- δασκάλα  τον Κωστήν-φαρμακοποιό και την Παναγιώταν-δασκάλα.

Ο Κωστής του Ττοουλή, γιός της Καλλιστένης, παντρεύτηκε την Πραξούν και μαζί έκαμαν τρία παιδιά.  Την Δέσποινα την Καλλιόπη και τον Τάκη.
Η Δέσποινα παντρεύτηκε τον Κυριάκον Χωραϊτην
Η Καλλιόπη παντρεύτηκε τον Χαμπήν η Χαράλαμπον Ππασιάν και ο Τάκης την Αντωνίαν κόρην της Λισαούς η Αλισαβούς του Φανή.

Η Κλειανθού παντρεύτηκε τον Ττοφήν του Σαρρή και απέκτησαν την Μαλούν από το Αμαλία, την Ερμιόνη, την Καλλιόπη, την Αλισαβούν, και έναν γιον νομίζω τον έλεγαν Γιώρκον που πολύ νέος πήγε στην Αμερική και χάσαμε τα ίχνη του.
Η Μαλού παντρεύτηκε τον Μισιέλην η Μισιέλ Σολωμού κάτοχο του λεωφορείου με αριθμόν εγγραφής 200 και είχε ακόμα έναν αυτοκίνητο δεκαθέσιο με αριθμόν εγγραφής δύο χιλιάδες και κάτι.   Μαζί απέκτησαν δύο γιους τον Τάκη και τον Σόλων η Σόλωνα.
Η Ερμιόνη παντρεύτηκε τον Γεώργιον Χριστοδούλου Ράπτην χωριανός και ράπτης το επάγγελμα ο οποίος για μερικές δεκαετίες διετέλεσε Μουχτάρης του χωριού.   Μαζί απέκτησαν τον Τάκη και τον Ανδρέα.
Η Καλλιόπη παντρεύτηκε τον Κυριάκο τον αστυνομικό από την Κυπερούντα και δεν έμαθα πόσα παιδιά απέκτησαν και, 
Η Αλισαβού παντρεύτηκε στο Πισσούρι και κατοίκησε στο Πισσούρι γι αυτό ούτε και αυτή ξέρω πόσα παιδιά έχει.

Η Ερπινίκη κόρη της Καλλιστένης παντρεύτηκε τον Αντωνήν του Κακουλλή και μαζί έκαμαν την Καλλιστένη, τον Κωνσταντίνον, τον Παναγιώτην και την Ευγενία.
Η Καλλιστένη παντρεύτηκε τον Γιάννον τον Μαυρομουστάκην από το Κοιλάνι και απέκτησαν την Νίκην, την Μαρίκκαν και τον Αντώνην.
Ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε κόρην του Δημητρή του παπά δηλαδή Πρωτοπαπά.  Έχει γιόν τον Αντώνην Κακουλλήν  και γνωρίζω και μίαν κόρη.
Ο Παναγιιώτης που εργαζόταν στα Δημόσια Έργα και παντρεύτηκε στην Λεμεσό. επίσης
Η Ευγενία παντρεύτηκε όταν έφυγα από το χωριό και παρόλον που γνωρίζω και τον σύζυγο και ένα γιόν της δεν ξέρω τα ονόματα τους.
Ο προπάππος μου υπογραφόταν   Ευκένιος ΧατζηΓιώρκη και είχεν αδελφόν τον ΧατζηΤζυρκάκον ΧατζηΓιώρκη.   Εδώ καλύπτω το κατά δύναμη και την καταγωγήν του παππού μου του Κωσταντή και προχωρώ για ότι μπορέσω να καλύψω και την καταγωγή της γιαγιάς μου της Μαρικκούς συζύγου του Κωσταντή.

Μαρικκού, κόρη του Βασίλη η Βάσιλου.  Ο Βασίλης παντρεύτηκε την Ελεγκούν και οι δύο από τον Μονιάτην και απέκτησαν.   Τον Αντωνήν, τον Αχιλλήν, τον Κωστήν, τον Δημητρόν, την Μαρτούν, την Πραξούν, και την Μαρικκούν.
Ο Αντωνής του Βασίλη η Μουσικός παντρεύτηκε στον Μονιάτην και από τα παιδιά του γνώρισα τον Θεμιστοκλή που πήγε στην Αυστραλία, τον Παυλήν που παντρεύτηκε στο Πέρα-Πεδί την κόρην του Μπαού,και την Μαρούλλαν που παντρεύτηκε τον γιον της Σιηράτης (χήρας) από την Κουκάν.
Ο Αχιλλής δεν αν παντρεύτηκε και έχει παιδιά.  Αυτός είχεν κοπάδι και η μάντρα του στην τοποθεσία πετρομούδκια περίπου ανατολικά του φράκτη της Τριμίκλινης.
Ο Κωστής του Βασίλη,  παντρεύτηκε στην Τριμίκλινη την Μερόπη και ήταν γείτονες με τον παππουν μου τον Νικολήν, ένας τοίχος τους χωρίζει, παιδιά του Κωστή και της Μερόπης ξέρω τον Στασήν που για κάποιο χρονικό διάστημα υπηρέτησε Διάκονος (διάκος) στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος στην Λεμεσό και οι ενοριάτες τον σεβόντουσαν πολύ, είχε δε και πολύ καλή φωνή.  Δεν ξέρω γιατί αποφάσισε να βγάλει τα ράσα και αγόρασε φορτηγόν αυτοκίνητο.  Είχεν και μίαν αδελφήν που την έλεγαν Ελεγκού.
Ο Δημητρός παντρεύτηκε στον Άγιον Μάμα, γνώρισα την γυναίκαν του αλλά το όνομα της δεν το θυμούμαι,.  Μαζί έκαμαν έναν γιόν και μίαν κόρη.   Ο γιός είναι ο απαχχονιστής ήρωας της ΕΟΚΑ Ανδρέας Δημητρίου και της κόρης το όνομα δεν το θυμούμαι.
Η Μαρτού δεν ξέρω ποιον παντρεύτηκε και από τα παιδιά της γνώρισα τον Αντωνήν τον Μαύρον που παντρεύτηκε στα Σπίλια
Η Πραξού ήταν στην Κουκά και είχεν την Ελένην, τον Στυλλήν τον Γιαννήν και τον Ματθαίον άνδρας της δεν ξέρω ποιος ήταν διότι δεν τον γνώρισα. Από ότι μας έλεγαν έμοιαζε πολύ με την αδελφήν της, την γιαγιάν μου την Μαρικκούν και εγώ και τα αδέλφια μου την υιοθετήσαμε στετέν μας και την καλούσαμε με το στετέ και μας συμπεριφέρετο σαν στετέ.  Τα παιδιά της παντρεύτηκα και κατοικούσαν στην Κουκά όμως λεπτομέρειες θυμούμαι μόνον για την κόρη, την θκειάν μας την Ελένην.
Η Ελένη παντρεύτηκεν τον Νεοκλήν τον επιστάτην στα Δημόσια Εργα, και απέκτησαν τρία παιδιά.  Την Αντριάναν,  τον Γιώρκον,  και τον Μιχαλάκην.
Η Μαρικκού η γιαγιά μου όπως γνωρίζουμε, παντρεύτηκε τον Κωνσταντήν του Ευκένιου απο το το Πέρα-Πεδί.

Εδώ νομίζω κάλυψα και με το παραπάνω όλα όσα θα πρέπει να ενδιαφέρουν τα εγγόνια μου για την καταγωγήν του παππού τους.  Και τώρα με το Κεφάλαιον 3 ξεκινώ κανονικά τον βίον και την πολιτείαν μου.









Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

Η Γέννηση.

Ο πατέρας μου εξασκούσε το επάγγελμα του καζαντζή (χαλκουργού) δηλαδή κατασκεύαζε διάφορα χάλκινα σκεύη όπως καζάνια (αποστακτήρες ζιβανίας) χαρτζιά (μεγάλα δοχεία για μεγάλες ποσότητες) μαϊρισσες (κατσαρόλες) τταβάδες (τηγάνια) και άλλα χρήσιμα αντικείμενα για την κυπριακή οικογένεια και του κυπριακού λαού γενικότερα.  Ως επί το πλείστον τα προϊόντα του τα πωλούσε στες διάφορες εμποροπανηγύρεις γι αυτό και όταν έπιασαν οι πόνοι του τοκετού την μητέρα μου στις 6 Αυγούστου ο πατέρας μου βρισκόταν στην πανήγυρη της εορτής του Σωτήρος Χριστού στο Βουνί.

Την τότε εποχή το να απουσιάζει ο άνδρας όταν η γυναίκα θα γεννούσε ήταν πάρα πολύ δύσκολο διότι ούτε γιατροί υπήρχαν ούτε τηλέφωνα ούτε αυτοκίνητα ούτε καν μαμμού (μαία) στο χωριό.   Όμως ο Θεός βοηθούσε τα πλάσματα του και στην δική μας περίπτωση συνέβηκε το εξής.  Η θεία μου η Ιωάννα γυναίκα του θείου μου του Ευγενή αδελφού της μάνας μου ήταν έγκυος.  Της παρουσιάστηκαν κάτι ενοχλήσεις και θεώρησαν ήρθε η ώρα της γέννας,  έτσι ο θείος μου καβάλησε το γαϊδούρι και πήγε στο διπλανό χωριό, το Κοιλάνι όπου βρισκόταν η μοναδική μαμμού της περιοχής και την πήρε στην θεία μου.  Η Πεχιέ έτσι την έλεγαν ήταν μια τουρκάλα πρακτική μαία που θεωρείτο ως η κορυφή στο είδος της σε ολόκληρη την περιοχή.  Για να καταλάβετε αυτή γέννησε και τον πατέρα μου ίσως και τον παππού μου.

Η κυρά Πεχιέ μάταια περίμενε αφού η ξαδέλφη μου η Γαλάτεια για την οποίαν έφεραν την μαμμού, γεννήθηκε 20 μέρες μετά.

Όταν ο θείος μου ο Ευγενής άρχισε να ετοιμάζει τα γαϊδούρια για να μεταφέρει την μαμμού πίσω στο χωριό της, πήρε το μήνυμα ότι έπιασαν οι πόνοι της γέννας την αδελφή του και η Πεχιέ αντί στο Κοιλάνι οδηγήθηκε στο σπίτι μας.   Ο Θεός τα έφερε να έρθουν όλα βολικά.

Εν τω μεταξύ η πανήγυρις τελείωσε, φόρτωσε την πραμάτεια του στα γαϊδούρια και επέστρεψε στο σπίτι και πλήρης αγωνίας ζούσε τα τα πρωτόγνωρα συναισθήματα που το διακατείχαν μέχρι τες πρωινές ώρες της επομένης που γεννήθηκα. 



Ιδού εγώ.

7 Αυγούστου 1933 και ιδού εγώ ο Κώστας Τρύφωνος ο Κωστάκης του στενού περιβάλλοντος μου η ο Κωστάκης του Τρυφωνή η ο Κωστάκης του Καζαντζή για τους χωριανούς.

Κανονικά θα έπρεπε να με βαφτίσουν Νικόλαον όπως ήταν το όνομα του παππού μου από τον πατέρα,  σεβόμενοι όμως το ότι ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας ήταν πεθαμένος με βάφτισαν Κωνσταντίνον και μετετράπηκα σε Κώσταν η Κωστάκην.

Οι γονείς έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας ο πατέρας σίγουρα θα κόρδωνε που απέκτησε γιον και οι συγγενείς και φίλοι θα πρέπει να το χαιρόντουσαν μαζί τους.

Μοναδική τροφή του βρέφους τότε ήταν το βυζί της μάνας του, η το πολύ πολύ λίγο ζαχαρούχο γάλα βλάχας, και επειδή το γάλα της δικής μου μάνας ήταν πλήρες και αρκετά παχύ, έγινα ένας παχουλούτσικος μπέμπης.

Στα δύο χρόνια η μητέρα μου έμεινε ξανά έγκυος και γέννησε πρόωρα ένα αγοράκι που έζησε μερικές μέρες και το βάφτισαν Νικολή το όνομα του παππού από τον πατέρα.

Ενάμιση χρόνο μετά γεννήθηκε η αδελφή μου η Μαρούλλα που πήρε το όνομα της από το Μαρικκού που ήσαν και οι δύο στετέδες (γιαγιάδες).

14 Σεμπτέβρη 1939 Εορτή Του Τιμίου Σταυρού, γεννήθηκε η αδελφή μου η Πόπη από το Καλλιόπη όπως ονομαζόταν η μητέρα της νονάς της.  Θυμούμαι που γεννήθηκε διότι εκείνη η περίοδος ήταν σημαδιακή.  Την επομένη της γέννησης της οι 15 του Σεμπτέβρη ήταν η πρώτη μου μέρα στο σχολείο.  Ο πατέρας μου βρισκόταν στην πανηγυριν του Σταυρού στο Όμοδος, και στο σχολείο με έγραψε ο αδελφός μιας Λεμεσιανής κοπέλας που παραθέριζε στο σπίτι της γειτόνισσας.  Πλήρωσε μάλιστα και δικαίωμα εγγραφής μισό σελίνι.   Η μαμμού αυτήν την φορά ήταν μια νέα κοπέλα σπουδασμένη μαία που κατοικούσε και αυτή στο Κοιλάνι.  Μαζεμένες κάμποσες γυναίκες γύρω από την κοιλιοπονούσαν, η μια το μακρή της η άλλη το κοντό της, η μάνα μου να σφαδάζει στους πόνους και ξαφνικά μέσα σε εκείνον όλον τον πανζουλισμόν από το άλλο δωμάτιο που με είχαν άκουσα το κλάμα του μωρού.   Αμέσως έτρεξα στο δωμάτιο για να δω το μωρό αλλά μωρό δεν βλέπω.  Σήκωσα το πάπλωμα λίγο από κάτω με βλέπει η θειά μου η Ευτέρπη και μου κάνει.   Ωωω.......Ωωω......... Αντροπή.  Ε λοιπόν μέχρι την εφηβεία μου διερωτούμουν γιατί ήταν αντροπή να ψάχνω για το μωρό????.  Που να καταλάβω ότι τα μωρά τα γεννούν χωρίς βρακί αλλά εγώ έψαχνα μωρό και αν κάτι είδα ότι και να είδα ούτε που το αντιλήφθηκα.

Δέκα χρόνια μετά από μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη γεννήθηκε ο αδελφός μου ο Ανδρέας του οποίου λεπτομέρειες της γέννησης του δεν ξέρω καθότι απουσίαζα από το σπίτι επειδή φοιτούσα στο σχολείο στην Λεμεσό.  Άλλωστε με τον αδελφό μου δεν έχομε πολλές αναμνήσεις κάτω από την ιδία στέγη διότι γεννήθηκε όταν εγώ τελείωνα το σχολείο και μετά που αποφοίτησα άρχισα να εργάζομαι μακριά από το σπίτι.

Οικογένεια.

Τελικά μεγαλώσαμε και παντρευτήκαμε. Εγώ παντρεύτηκα την Μαρούλλαν η Μαίρην Αντωνιάδου του Λάμπρου και της Μάρθας,  και μαζί αποκτήσαμε τρία παιδιά.
Τον Άκη (δηλαδή Τρύφωνα-Μιχαήλ, βαφτισμένος δύο ονόματα και από Τρυφωνάκης-Μιχαλάκης τον δηλώσαμε στο ληξιαρχείο Ακην με την προϋπόθεση να διαλέξη ο ίδιος ποιο όνομα ήθελε.  Στραβάρα μας.  Άμα ο ίδιος και ο κόσμος τον έμαθαν Ακην, τρέχα γυρευόπουλε.  Του έμεινε το Ακης).  Τον Ανδρέαν, και την Μαρίνα.

Ο Άκης παντρεύτηκε την Αντιγονην Παναρέτου του Θανάση και της Ερασμίας.  Μαζί δεν απέκτησαν παιδιά. Η Αντιγόνη έχει μιαν κόρη την Κρίστια από προηγούμενο γάμο.

Ο Ανδρέας παντρεύτηκε την Κυπρούλαν Σοφρωνίου του Νίκου και της Άρτεμης και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά.  Τον Κώσταν, τον Λούκαν, και τον Αλέξανδρον.

Η Μαρίνα παντρεύτηκε τον Κώσταν Χριστοδούλου του Πολυνίκη και της Βαθούλας και μαζί απέκτησαν δύο κόρες.  Την Δανιέλλαν (Δανιηλίδα) και την Στέφανη.

Η αδελφή μου η Μαρούλλα παντρεύτηκε τον Πάμπον η Χαράλαμπον Παπάζογλου του Γιάννη και της Καλλιόπης και απέκτησαν δύο παιδιά τον Γιαννάκην και τον Τρύφωνα.

Ο Γιαννάκης από τον γάμο του με την Χρυσάνθη απέκτησε την Αθανασία η οποία ήταν και το πρώτο και μοναδικό δισέγγονο της μητέρας μου όταν βρισκόταν εν ζωή.  Αυτό ήταν και η μεγάλη της επιθυμία να πιάσει δισέγγονο. Ο θεός της το αξίωσε ελάχιστους μήνες πριν πεθάνει. Από τον δεύτερον γάμο του με την Έλενα, απέκτησε τρία παιδιά. δύο αγόρια και ένα κοριτσάκι, τον Χάρη δηλαδή Χαράλαμπο,  τον Αλέξη και την Άντρεα.

Ο Τρύφωνας παντρεύτηκε την Σωτηρούλα με την οποίαν απέκτησαν δύο κόρες, την Κωνσταντίνα και την Μαρία.

Η Πόπη παντρεύτηκε τον Στέλιον Λοϊζου η Χριστοδουλίδην, του Λοϊζου και της Σαλώμης και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μάριον και την Έλενα.  Ο Μάριος παντρεύτηκε την Άντρην με την οποίαν απέκτησαν την μοναδική τους κόρη την  Παναγιώτα.   Η Έλενα παντρεύτηκε τον Κυριάκο με τον οποίον απέκτησαν δύο παλλήκαρους,  τον Νικόλα και τον Στυλιανό.

Ο αδελφός ο Ανδρέας παντρεύτηκε την Λουκία Πολυκάρπου του Πολλή (Πολύκαρπου) και της Πολούς και μαζί απέκτησαν ένα γιο τον Τρύφωνα.  Ο Τρύφωνας παντρεύτηκε τη Λίαν από την Θεσσαλονίκη και μαζί απέκτησαν ένα γιο και μιαν κόρη,  τον Ανδρέα και την Αννούλαν.





















Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Κώστας Τρύφωνος βίος και πολιτεία

Εισαγωγή.
Κατόπιν επιθυμίας των εγγόνων μου ξεκίνησα να γράφω τα απομνημονεύματα μου, και μάλιστα προχώρησα μέχρι την αποφοίτηση μου από την ΕΜΠΟΡΙΚΗΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΝ
ΛΕΜΕΣΟΥ με την προϋπόθεση ότι κάποτε θα βρισκόταν κάποιος να εκδόση ένα βιβλίο.  Αυτό το βλέπω αδύνατο και εφόσον το κείμενο προοριζόταν για δημοσίευση προτίμησα να αρχίσω να το γράφω στην Ιστοσελίδα μου διευκολύνοντας έτσι όσους θα ήθελαν να το διαβάσουν όλον η μέρος να μπορούν να το κάνουν από τώρα, και άμα κλείσω τα μάτια ότι θέλουν ας κάνουν.
Το πρόβλημα είναι πως θα μπορέσω να κατεβάσω στην πραγματικότητα την εικόνα που ο κόσμος όλος έχει για τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ιδιαίτερα σε ποια ύψη καλπάζει η φαντασία των εγγονιών μου για τον παππού τους και τι ανταγαθήματα του περιμένουν.
Για να μη τους απογοητεύσω θα αναφερθώ στον νόμο περί εκτάκτου ανάγκης του Χάρτινγ που προνοούσε ποινή του θανάτου όταν είχες στην κατοχή σου όπλα και πυρομαχικά και εφόσον πλείστες ήταν οι περιπτώσεις που τα είχα στην κατοχή μου αν με ανακάλυπταν μπορούσε να ήμουν ένας των απαγχονισθέντων.
Όπως το κάθε τι έχει την προϊστορία του έτσι και η δική μου συμμετοχή ως μέλος της ΕΟΚΑ έχει την δική της προϊστορία με το ιστορικόν ΌΧΙ του Μεταξά την 28ην Οκτωβρίου του 1940 σε ηλικία επτά ετών άρχισα να ζω τες πρώτες μου Εθνικές συγκινήσεις.  Κάθε επιτυχία του Ελληνικού στρατού κατά των Ιταλών εορταζόταν με Εθνικήν Έξαρση.   Πρώτη συγκίνηση Εθνικής Υπερηφάνειας χωρίς καν να αντιλαμβάνομαι περί τίνος επρόκειτο ήταν όταν έπεσε η Κορυτσά και με κωδωνοκρουσίες και πρώτην φορά επί αποικιοκρατίας να κυματίζει η γαλανόλευκος έζησα την πρώτην μου Εθνική συγκέντρωση στην εκκλησία του Χωριού μου με ομιλίες και Εθνικά άσματα.
Ανάγκην φιλοτιμίας ποιούμενοι  οι Εγγλέζοι λόγω Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν απαγόρευσαν τες Εθνικές εκδηλώσεις στην Κύπρο ακολούθησε το Ενωτικό Δημοψήφισμα και άρχισε να αναβιώνει για Ένωση της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα.
Οραματιζόμασταν την ίδρυση μιας νέας Φιλικής Εταιρείας και η ιδέα υπέβοσκε σαν ευσεβής πόθος μέχρι τη 1ην Απριλίου 1955 που ο Αρχηγός Διγενής εξήγγειλε την έναρξη   του Απελευθερωτικού Αγώνα με εκκωφαντικές εκρίξεις σε ολόκληρη την Κύπρο και ρίψεις φυλλαδίων.  Με άλλα λόγια η Φιλική Εταιρεία που οραματιζόμασαν έγινε πραγματικότης.
Και επειδή αγώνας χωρίς θυσίες δεν γίνεται η πρώτη Απριλίου σημαδεύτηκε με έναν νεκρό και ένα καταζητούμενο.
Σύμφωνα με τες ειδήσεις της Κυπριακής Ραδιοφωνικής Υπηρεσίας όπως λεγόταν τότε το ΡΙΚ.
ΝΕΚΡΟΣ ο Μόδεστος Παντελή ο οποίος εις την προσπάθειαν του να προκαλέση συσκότιση έριξεν άλυσον δεμένο με σχοινί πάνω στην κεντρική γραμμή του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού που τροφοδοτούσε ολόκληρη την Κύπρο, τάσεως 77.000 βολτς και προφανώς μη γνωρίζοντας ότι το καννάβι με το οποίο κατασκευάζουν σχοινιά είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού κατακάϊκε από ηλεκτρομπληξία
ΚΑΤΑΖΗΤΟΥΜΕΝΟΣ όπως είπαν στο δελτίον ειδήσεων ήταν ένας οδηγός ταξί από την Λύση ονόματι Γρηγόρης Αυξεντίου του οποίου η άδεια οδηγού ανευρέθει εις τον χώρο των εκρήξεων και επικυρίχθηκε με το ποσόν των 250 λιρών το οποίον ανέβασαν στες 5.000 λίρες.   Αυτός ο ταξιτζής ήταν απόφοιτος της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Θεσσαλονίκης - αν είμαι σωστός -  και έμελλε να είναι ο Σταυραετός του Μαχαιρά.
Εκείνην την περίοδο εργαζόμουν στην  εργοληπτική εταιρεία JOHN HOWARD που είχε το συμβόλαιο κατασκευής του αεροδρομίου της RAF στο Ακρωτήρι ως υπεύθυνος κοστολογήσεως της εργασίας των μηχανημάτων στο όλον έργο,  και ιδρύσαμε υπό την δύναμιν της ΣΕΚ την ΝΕΑΝ ΣΥΝΤΕΧΝΊΑ ΥΠΑΛΛΉΛΩΝ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΏΝ ΕΤΑΙΡΕΙΏΝ στην οποίαν εξελέγηκα  Γραμματέας.οπότε άρχισα καθημερινές επαφές με το οίκημα και τα γραφεία της ΣΕΚ που στεγαζόταν λίγο ποιο κάτω από τα σημερινά της Γραφεία.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ συνέχιζε με τες επιτυχίες να διαδέχεται η μία την άλλην και το ηθικό μας να απογειώνεται όλο και ποιο ψηλά.   Συζητούσαμε μεταξύ μας αλλά δεν ξέραμε απολύτως τίποτα για την οργάνωση και συν τω χρόνω διψούσαμε να λάβουμε μέρος. Ιδιαίτερα στην ΣΕΚ μιλούσαμε ποιο ανοικτά το θέμα και προβληματιζόμαστε πως.  Ποιο στενά μιλούσα με τον Αβραάμ Βασιλείου και προβληματοζόμουν πως μπορούσα να γίνω μέλος.   Τελικά καλά μυρίστηκα και ο Αβράμης ήταν μυημένος έτσι κανόνισε να ορκιστώ και σαν πρώτος συνεργάτη γνώρισα τον Ανδρέαν Χριστοδούλου Αμάν.  Ο Ανδρέας ο Αμάν στο οίκημα της ΣΕΚ μου λέει να σου δείξω τον ομαδάρχη μας,  και μου έδειξε από μακριά τον Λουκαν Χατζιωάννου. Μέχρι όμως να γνωριστούμε από κοντά έφυγε για το εφοπλιστικό γραφείο του πατέρα του στην Jeddah της Σαουδικής Αραβίας και την θέση του πήρε ο Χριστοφής Αριστείδου Ππαλούζας από τον Υψωνα.  Ο Ττοφής όπως τον λέγαμε με έφερε σε επαφή με ένα σπίτι στην οδόν Μεγάλου Αλεξάνδρου 12 που θα ήταν ο χώρος συναντήσεων και επαφών.  Οικοδέσποινα ήταν μία κοπέλα παντρεμένη, τον άνδρα της δεν το γνώρισα μάλλον διότι τες ώρες που πηγαίναμε αυτός απουσίαζε στην δουλειά.  ΄Κατοικούσε όμως εκεί η Νίκη αδελφή του ανδρός της μαθήτρια Γυμνασίου η οποία ήταν και αντικαταστάτρια της.   Στο σπίτι κατοικούσε και ο αδελφός του ανδρός της πολύ μεγαλύτερος στην ηλικία  καρσόνι το επάγγελμα και με μιά μικρη αναπηρία στο ένα του πόδι.
Εκεί γνωριστήκαμε μεταξύ μας ολόκληρη η ομάδα μας και αποτελείτο από τους
1.  Χριστοφή Αριστείδου Ππαλούζα από Υψωνα
2. Ανδρέα Χριστοδούλου Αμάν, ενορία Αγίου Ιωάννου
3. Κώσταν Τρύφωνος, Πέρα-Πεδί
4. Ανδρέας Πάσπατας, ενορία αγίου Ιωάννου
5. Ανδρέας Μεταξάς, από Πεδουλά και
6. Ανδρέας Μαϊτανός, από Πάχνα.
Στην ενημέρωση μου ο ομαδάρχης μου είπε ότι ανήκαμε στες Ομάδες Κρούσεως, περίπου ποια θα ήσαν τα καθήκοντα μας και ότι πανω από όλα έπρεπε να υπάρχει "ΕΧΕΜΎΘΕΙΑ" με ξένισε μάλιστα που με ρώτησε αν ήξερα τι σημαίνει η λέξη εχεμύθεια.
Επειδή είμουν ο μόνος που ζούσα μακριά από την οικογένεια μου ενοικίασα δωμάτιο πίσω από το Ξενοδοχείο ΠΕΥΚΟΣ τότε ήταν  καφενείον Πεύκος.
Το δωμάτιο μου μετετράπει σε αποθήκη πυρομαχικών, δηλαδή βόμβες υδροσωλήνας τες οποίες παίρναμε διαταγές να ρίχνουμε σε συγκεκριμένους στόχους.  Στόχοι συνήθως ήσαν οι κατοικίες των Βρετανών στρατιωτικών. Οι βόμβες κομμάτια υδροσωλήνα των 3ων ιντσών με δύο τάπες από τες δύο πλευρές και από την μία κρεμόταν το φιτίλι.  Για να την ρίξουμε σχίζαμε το φιτίλι λίγο στην άκρη μέχρι το πυραγωγόν στο οποίο φυσούσαμε από αναμμένο τσιγάρο σπίθες μέχρι να πάρη φωτιά και την ρίχναμε.  Στα διώροφα σπίτια οι Εγγλέζοι προστάτευαν τα μπαλκόνια με ψηλό δείκτη έτσι η βόμβα των 3" ήταν πολύ βαριά για να φτάσει στον στόχο της έτσι κατασκεύασαν βόμβες των 2 ιντσών δηλαδή τι βόμβες?  τσάκρες για εκφοβισμό που ήσαν ελαφρότερες.  Λίγο αργότερα αντί αναμένο τσιγάρο βάζαμε το πυραγωγόν στη μέση δένοντας το με δύο κεφαλές σπίρτων και τρίβοντας στα σπίρτα το σπιρτόκουτο, άναβαν και μαζί άναβε και το φιτίλι,  έτσι μπορούσαμε να ρίξουμε την βόμβα και σε κινούμενο στόχο.  Αν  ΄΄ομως δεν εκρήγνυτο οι στρατιώτες από το τζιπ την αρπάζανε και μας την έριχναν πίσω.  Ποιο ασφαλές σε κινούμενο στόχο ήταν να ρίξουμε την βόμβα από κάποιο μπαλκόνι η κάποια στέγη κάποιου ακατοίκητου κτηρίου διότι στα κατοικημένα πολύ άσχημα θα την είχαν οι ένοικοι.
Λίγο πριν την έναρξη του αγώνα η κυβέρνηση της αποικιοκρατίας αποφάσισε την επέκταση του λιμανιού της Λεμεσού μέσα στην κοίτη του ποταμού Γαρίλλη, και έκαμε κατάσχεση όλα τα σπίτια που ήσαν στον χώρο που θα έπιανε το λιμάνι.  Με την έναρξη του αγώνα ίδρυσε επικουρικό σώμα στην αστυνομία και αποτελείτο από Τούρκους επικουρικούς.  Τα σπίτια που κατασχέθηκαν ήσαν ανάμεικτα Ελληνικά και Τουρκικά.  Οι Τούρκοι ενθαρρύνθηκαν και έκαναν κατάληψη όλα τα κατασχεθέντα σπίτια έτσι η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου περικυκλώθηκε από Τούρκους, και επειδή με την προτροπή των Άγγλων άρχισαν δολιοφθορές κατά Ελληνικών περιουσιών, ανετέθη στην ομάδα μας η φύλαξη και προστασία της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου. κάθε βράδυ μέλη της ομάδας μας βρισκόντουσαν στην εκκλησία,  είτε μέσα είτε σε κάποιο δωμάτιο του περιβόλου.  Η ιδιότητα μας ως μέλη της ΕΟΚΑ δεν ήταν γνωστή σε κανένα.
Εν τω μεταξύ η κατασκευή του αεροδρομίου προχωρούσε και ο δίαυλος είχε τελειώσει και άρχισαν να προσγειώνονται αεροπλάνα.  Λόγω της θέσεως μου προωθούσα στα διάφορα πόστα για τες ανάγκες των εργασιών των μηχανημάτων μέλη της ΣΕΚ.  Μίαν καλήν πρωία πληροφορούμαστε ότι ένα αεροπλάνο κατεστράφη ολοσχερώς.   Οι Βρετανοί τα έβρισκαν σκούρα και ο Κυβερνήτης Αρμιτεϊτζ αντικατεστάθη από τον Στρατηγό Χάρτινγ ο οποίος υπήρξε και συμπολεμιστής του Γρίβα στον Δεύτερον Παγκόσμιο Πόλεμο ως αποτέλεσμα οι επιτυχίες της ΕΟΚΑ να είναι ποιο δύσκολες.  Εφάρμοσε τον νόμο περί εκτάκτου ανάγκης και η ποινή του θανάτου προνοήτο και όταν κάποιος είχε στην κατοχή του όπλα και πυρομαχικά.
Η Αγγλική εργοληπτική εταιρεία Χάουαρτ τέλειωσε το συμβόλαιο της μαζί της τελειώσαμε κι εμείς. Νέα συμβόλαια άρχισαν να αναλαμβάνουν και οι Κυπριακές Εταιρείες που είχαν το δικό τους προσωπικό και εμάς άρχισαν να μας προσλαμβάνουν σαν βοηθητικούς.
Στην Λευκωσία ο Μάρκος Δράκος ήταν οργανωτικός της ΣΕΚ και καταζητήθηκε.   Αφού καταζητήθηκε βγήκε στο βουνό και η θέση του χήρεψε.  Οι Λευκωσιάτες ζήτησαν από την Λεμεσό αν είχαν το κατάλληλο πρόσωπο να τον αναπληρώσει και η Λεμεσός θεώρησε εμένα ως τον ποιο κατάλληλο και αφού ρωτήθηκα και αποδέχτηκα, μετακόμισα στην Λευκωσία.
Από οργανωτικής πλευράς σε αντίθεση με την Λεμεσό που λειτουργούσε στελεχωμένη σε όλες τες βαθμίδες η Λευκωσία πόρρω απήχεν.  Ο Γενικός Γραμματέας Μιχαήλ Πισσάς ήταν στα κρατητήρια και οι εκλελεγμένοι αξιωματούχοι ήσαν αδρανείς εκτός από δύο άτομα Τον Λιάτσον  υπάλληλο στο τμήμα καθαριότητος του Δήμου Λευκωσίας και κάποιον άλλο που ξέχασα το όνομα του που εργαζόταν στα Δημόσια Έργα ο οποίος είχε πολλές ικανότητες, ενώ ο Λιάτσος που εκτελούσε και χρέη Αναπληρωτού Γενικού Γραμματέα αμφιβάλλω αν είχε βγάλει το δημοτικό.
Έμμισθοι συναδελφοι μου ήσαν ο Μιχαλάκης Ιωάννου ο μετέπειτα ΓΓ της ΣΕΚ για σειράν ετών από το Παλαιχώρι και ο Σάββας Μυτίδης από το Κάρμι.
Παράλληλα με την Οργανωτική δουλειά μου ανετέθη και η έκδοση της εφημερίδας Εργατική Φωνή δημοσιογραφικό όργανο της ΣΕΚ.  Η έκδοση μιας εφημερίδας για μένα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και ίσως για πρώτη φορά έμπαινα σε τυπογραφείο.  Η εφημερίδα τυπωνόταν στα τυπογραφεία της Αρχιεπισκοπής στα οποία τυπωνόταν και η αγγλική εφημερίδα "TIMES OF CYPRUS" με διευθυντή τον Μιλτιάδη Χριστοδούλου γνωστός σαν επι σειράν ετών Κυβερνητικός εκπρόσωπος των κυβερνήσεων Μακαρίου.   Ο Μακάριος με τους συν εξόριστους του τον Κυρηνείας Κυπριανόν, τον Παπασταύρον Παπαγαθαγγέλου, και τον Πολύκαρπον Ιωαννίδην,  ήσαν στην εξορία.
Αρχισυντάκτης στην Εργατική Φωνή ήταν ο δημοσιογράφος Πάνος Παπαδόπουλος με το ψευδώνυμο "ΟΡΘΟΣ ΑΤΤΙΚΟΣ" τον οποίον ο αείμνηστος Φαρμακίδης Ιδιοκτήτης και εκδότης της "ΑΛΗΘΕΙΑΣ" τον πείραζε λέγοντας τον "βόθρο σηπτικό". Ο κύριος Παπαδόπουλος ήταν και αρχισυντάκτης μιας άλλης από τες σοβαρότερες εβδομαδιαίες εφημερίδες της εποχής της οποίας ξέχασα το όνομα.
Ο κύριος Παπαδόπουλος μόλις ερχόταν στα γραφεία της ΣΕΚ μου ζητούσε ύλη και εδώ ήταν που τα έβρισκα μπαστούνια.  Η Λεμεσός ως η μοναδική δραστηριοποιημένη επαρχία μου έστελνε αρκετά.  Στην Λευκωσία τακτικός συνεργάτης ήταν ένας διάκονος καθηγητής της Ιερατικής Σχολής γράφοντας κάθε βδομάδα ένα δυο βίους Αγίων.
Ο Σερ Τζων Χάρτινγ ήταν πολύ σκληρό καρύδι και άρχισε να γεμίζει τα κρατητήρια χωρίς δίκη με πολιτικούς κρατουμένους και βήμα προς βήμα εξάρθρωνε την ΕΟΚΑ μέχρι σχεδόν που την διάλυσε.  Στην διοίκηση πρόσθεσε καινούργια επαρχία την επαρχία Τροόδους με έδρα τες Πλάτρες.  Την ίδια περίοδο η ΕΟΚΑ άρχισε την αναδιοργάνωση στελεχώνοντας τους τομείς με προσοντούχα άτομα τον Τομέα της πιτσιλιάς που περιελάμβανε και τες Πλάτρες στελέχωσε σαν διοικητής των ανταρτικών ομάδων ο τελειόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων Ανδρέας Αυγουστή ο οποίος ήταν ισότιμος τομεάρχη. Στο αντάρτικο προσετέθη και ο απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων Λάκης Πανταζής.
Για λόγους υγείας αναγκάστηκα να εγκαταλείψω την Λευκωσία και πήγα κοντά στους γονείς μου στο Πέρα-Πεδί που μπορούσα να τύχω της απαραίτητης περιποίησης.
Ο τομεάρχης Ανδρέας Αυγουστή απεδείχθη πολύ δραστήριος και με πολλές ικανότητες στην οργάνωση και η πιτσιλιά επανέκτησε και πάλιν το αξιόμαχο της.   Υστερούσε το ξεκομμένο κομμάτι του Τομέα που δεν ήταν πιτσιλιά δηλαδή η περιοχή Πέρα-Πεδί,  Πλατρών και που δεν ξέρω γιατί προσετέθη σε αυτόν τον Τομέα.  Ίσως η διαμόρφωση της κυβερνητικής διοίκησης με την νέα επαρχία και ίσως επειδή στες Πλάτρες είχε την έδρα του το σκληρότερο σώμα καταστολής της ΕΟΚΑ των Εγγλέζων.
Στην απόφαση για αναδιοργάνωση εδόθη και το όνομα μου και είχαμε συνάντηση με τον Τομεάρχη στο σπίτι του πατέρα μου στο χωριό και μου ανετέθη Υπεύθυνος ΕΟΚΑ Πέρα-Πεδί και Κουκάς.  Παράλληλα του έδωσα ονόματα για στελέχωση της οργάνωσης στα γύρω χωριά
Δυστυχώς ο χρόνος έσβησε πολλά από την μνήμη μου και οι περισσότεροι από τους συνεργάτες μου αποδήμησαν προς κύριον, οπότε ότι μπορώ να θυμηθώ θυμήθηκα.
Στο Πέρα-Πεδί και Κουκά η στελέχωση ήταν ως εξής
1. Κώστας Τρύφωνος υπεύθυνος ΕΟΚΑ
2. Ηλίας Κοσκινάς ΠΕΚΑ
3. Σωτηράκης  Χριστοδούλου ΑΝΕ αγοριών
4. Πόπη Τρύφωνος ΑΝΕ κοριτσιών
5. Κάποιος από την Κουκά με το παρατσούκλι Σαρτανάκκας
         μέλος της ΕΟΚΑ
6. Μαρούλλα Τρύφωνος μέλος της ΑΝΕ γυναικών
Για την στελέχωση της ΑΝΕ παιδιών του δημοτικού αντιστρέψαμε λίγο τους όρους.  Η Πόπη ανέλαβε τα αγόρια με τον εννιάχρονο αδελφό της Ανδρέαν Καζαντζή και ο Σωτηράκης ανέλαβε την εννιάχρονη αδελφή του της οποίας το όνομα μου διαφεύγει.
Εν τω μεταξύ ο στρατιωτικός Κυβερνήτης σερ Τζων Χάρτινγ αντικαταστάθηκε με τον πολιτικό σερ Χιου Φουτ.  Οι εξόριστοι έφυγαν από τες Σευχέλλες και πήγαν Αθήνα και οι Εγγλέζοι άρχισαν να γέρνουν την πλάστιγγα προς τους πολιτικούς.  Φανερή παραδοχή ότι από στρατιωτικής πλευράς απέτυχαν.
Ο Μακάριος και οι συνεξόριστοι του από τες Σεϊχέλες πήγαν στην Αθήνα χωρίς να έχουν δικαίωμα επιστροφής στην Κύπρο.
Η ΕΟΚΑ συνέχισε την δράση της κι εμείς συμπληρώσαμε τους συνδέσμους και λητουργούσαμε κανονικά. Η αλληλογραφία πηγαινοερχόταν απρόσκοπτα. Σύνδεσμος στην Τριμίκλινη ήταν ο Τάκης Κονναρής με βοηθό του τον Δήμον Κουντουρή, στο Πέρα-Πεδί η Πόπη Τρύφωνος με βοηθούς την Μαρούλλαν Τρύφωνος και τον Σωτηράκην Χριστοδούλου, για Πέρα-Πεδί προς και από Μανδριά ο Ηλίας Κοσκινάς και οι συνέταιροι στο λεωφορείο Μανδριών Χρίστος και Σταύρος τα επίθετα τους τα ξέχασα.
Για την μετακίνηση προσώπων ακολουθήτο περίπου η ίδια διαδικασία.  Για παράδειγμα όταν μια ομάδα ανταρτών αποτελούμενη από τους Ανδρέαν Αυγουστή,  Λάκην Πανταζήν,  Λουκήν Αυγουστίδην και Πάμπον Νικολεττήν κυκλοφόρησε στην περιοχή μας τους παρέλαβε ο Κώστας Τρύφωνος, τους φιλοξένησε μερικές μέρες στο σπίτι του πατέρα του Τρύφωνα Καζαντζή και αφού συγκέντρωσαν το χωριό σε καφενείο και έκαναν ομιλία, τους παράλαβε ο Ηλίας Κοσκινάς στην ΚΕΟ και τους παρέδωσε στον Χρίστο για τα Μανδριά.  Οι διαπραγματεύσεις για συμφωνία στο Κυπριακό είχαν αρχίσει και ο Μακάριος μαζί με τον Καραμαλλή ήσαν  δεν θυμούμαι η Ζυρίχη η Λονδίνο.  Ένα βράδυ με ένα ημιφορτηγό αυτοκίνητο ήρθε ο Παναγιώτης Αριστείδου με δύο άλλα άτομα και μου συστήθηκε ως ο Τομεάρχης του διπλανού τομέως.και μου ζητούσε την αντάρτικη ομάδα. Όπως αυτός πήρε τον σύνδεσμο και έφθασε κοντά μου του ζήτησα να μείνουν στο σπίτι μου και να μου δανείσουν το αυτοκίνητο τους διότι δεν είχα δικό μου  να πάω να τους βρω.  Τους ανακάλυψα στα Μανδριά και αφού πήρα την έγκριση πήγα πίσω και τους είπα σε ποιο σπίτι ήσαν.  Από τες κουβέντες που κάναμε με τον Παναγιώτην Αριστείδου το Κυπριακό πρέπει να ήταν συμφωνημένο.
Λίγες μέρες αργότερα πήρα για να δημοσιοποιήσω φυλλάδια του Διγενή ότι τερματίζει τον ΑΓΩΝΑ.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα........Αυτό είναι το παραμύθι του παππού και αν δεν ήταν ο ΗΡΩΑΣ τον οποίον περιμένατε, ένα σας λέω.     Αυτήν την πατρίδα την αγάπησα και ότι έκανα το έκανα γι αυτή.