ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3
Πάλιν απ την αρχή.
Αφού στην εισαγωγή και τα δύο πρώτα κεφάλαια κάλυψα τα θέματα που ήθελαν τα παιδιά αρχίζω ξανά τη περιγραφή της ζωής μου.
Στο Πέρα-Πεδί που ίσως να είναι το ομορφότερο και γραφικότερο χωριό της Κύπρου, στες 7 Αυγούστου το 1933 τες πρώτες πρωινές ώρες γεννήθηκε ένα αγοράκι που το βάφτισαν Κωσταντίνον και το φώναζαν Κωστάκη, Αυτό το παιδάκι που γεννήθηκε είμαι εγώ ο Κώστας Τρύφωνος,
Εκείνον τον καιρό ο μοναδικός τρόπος να τραφεί ένα βρέφος ήταν το βυζί και αν η μητέρα του δεν είχε αρκετό γάλα τότε κάποια άλλη προσεφέρετο να το βυζαίνει οι ευκατάστατοι δε, προσλάμβαναν παραμάνα για το παιδί τους. Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα διότι η δική μου μάνα είχε γάλα και σε ποσότητα και σε ποιότητα έτσι μόλις γεννήθηκα άρχισα να θηλάζω και από ότι μου λένε έγινα ένας στρουμπουλός μπέμπης, και παράλληλα πολύ ζωηρός. Μου αφηγήθηκαν πως όταν κάποτε πήγαν στην Παναγία του Κύκκου για προσκύνημα γύριζα τα κελιά των καλόγερων και τους ενοχλούσα παντοιοτρόπως, μου έδωσαν μάλιστα και το παρατσούκλι Τσιηβλόντος. Έτσι αποκαλούσαν τότε τον πρωτοπαλαιστήν Τζιμ Λόντον.
Η πρώτη μου ανάμνηση ήταν κάπως δυσάρεστη και ίσως ο λόγος που θυμούμαι το περιστατικόν να ήταν το ξύλο που έφαγα αν και ούτε φόβον ούτε συνετισμό κατάλαβα να μου αφήσει αυτό το ξύλο. Ήταν αγία εβδομάδα και είχα κλείσει τα τρία η τα τέσσερα χρόνια. Ο πατέρας μου πήγε στην Λεμεσό να ψωνίσει για το Πάσχα και μεταξύ άλλων θα μου αγόραζε και παπούτσια. Για να αγοράσουν παιδικά παπούτσια έπαιρναν μαζί τους άξαμο, δηλαδή ένα ξυλάκι κομμένο λίγο ποιο μεγάλο από το πόδι επειδή τα πόδια των παιδιών μεγαλώνουν, το έβαζαν μέσα στο καινούργιο παπούτσι για να είναι στο μήκος ακριβώς το ίδιο με τον άξαμο.
Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη με τες δουλειές του σπιτιού για το Πάσχα κι εγώ όπως συνήθιζα έπαιζα κάτω από την ελιά που ήταν στον διπλανό χωράφι. Η μητέρα μου με παρακολουθούσε από το παράθυρο και αν καμιά φορά δεν με έβλεπε ήξερε ότι πήγαινα απέναντι στο χωριό να παίξω με άλλα παιδάκια
Εκεί που έπαιζα ξαφνικά θυμήθηκα τα παπούτσια και αφού τον δρόμο (40 χιλιόμετρα) τον ήξερα θα πήγαινα στην Λεμεσό να τα πιάσω αντί να περιμένω να μου τα φέρει. Ήμουν και κοψονούρης, μέχρι την Τριμίκλινη αντί τον κύριο δρόμο θα πήγαινα από συντόμι όπως συνηθίζαμε όταν πηγαίναμε με το γαϊδούρι να επισκεφθούμε τον παππού μου. Αποκεί θα έπαιρνα την άσφαλτο και στον Ύψωνα που συναντούμε τον κύριο δρόμο που οδηγεί προς την Πάφο, θα έστριβα αριστερά για να πάω στην Λεμεσό. Τόσον απλά!!!
Η απόφαση ελήφθη και για να μη χασομερούμε ξεκίνησα. Τίποτα το αξιόλογο μέχρι τι δίστρατο της Κουκάς που ένα πουλάκι τρύπωσε σε ένα θάμνο δίπλα στον δρόμο, ααα λέω ευκαιρία να το πιάσω. Κοιτάζω απ' εδώ κοιτάζω απ' Εκεί άφαντο το πουλάκι. Απογοητευμένος ξεκίνησα τον δρόμο μου για την Τριμίκλινη. Στα πεντακόσια περίπου μέτρα πριν το χωριό συνάντησα τον γέρον τον Χατζή γείτονα του παππού μου. Αμέσως με κατάλαβε και με ρώτησε αν έρχεται και ο παπάς μου ποιο πίσω. Όχι του λέω είμαι μόνος μου και πάω στην Λεμεσό που θα μου αγοράση παπούτσια ο παπάς μου να τα πιάσω. Δεν ξέρω τι κεραμίδα ήρθε στο κεφάλι του ανθρώπου, αλλά ακολούθησαν μερικές στιγμές αμηχανίας και ξαφνικά φωτίστηκε. Ξέρεις..... μου λέει, πριν φύγω είδα τον παππού σου στον καφενέ και μου είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι να ετοιμαστή για να πάει στην Λεμεσό. Τρέχα γρήγορα και πήγαινε σπίτι να τον προλάβεις να σε πάρη μαζί του με το αυτοκίνητο. Εγώ με κάποια δυσπιστία τον ρώτησα. Είσαι σίγουρος θκειέ? Ναι ναι με διαβεβαιώνει, και βούρα γρήγορα να τον προλάβεις. Άρχισα να τρέχω για μερικά μέτρα και παίρνοντας ξανά τον ρυθμό μου περπάτησα μέχρι το χωριό.
Μπαίνοντας το χωριό βρέθεται μπροστά μου κάποιος πειρασμός. Ένας ωραιότατος σωρός από άμμο!! Χωρίς χάσιμο χρόνου ανέβηκα στη άμμο και έπαιξα, έπαιξα, ξεχνώντας τα πάντα, Σε κάποια στιγμή θυμήθηκα και το σπίτι. Ξεκινώ για το σπίτι, και σε εκατόν περίπου μέτρα δεύτερος πειρασμός. Η βρύση του χωριού με φουντάνα, όχι χολέτρα όπως στο χωριό μου, ελεύθερη ολόδική μου χωρίς κανένα να την απασχολεί. Χωρίς να χάσω καιρό ανέβηκα και χαράς ευαγγέλια με το πίτιμαν του νερού. Εκεί που έπαιζα αμέρυμνος ακούω μια γνώριμη φωνή να λέει. "Ου εν το μωρόν τούτον! Και που ένι η μάμμα σου" Ήταν η θεία μου η Χαμπού, αδελφή του πατέρα μου που ήρθε να γεμίσει το σταμνί της. Της εξήγησα τα καθέκαστα και την ρώτησα αν πρόλαβα τον παππού μου πριν πάει στην Λεμεσό. Και όταν μου είπε ότι ο παππούς μου δεν επρόκειτο να πάη στην Λεμεσό άρχισα να πνέω τα μένεα κατά του γέρου που συνάντησα στον δρόμο και με περίπαιξε. Με πήρε σπίτι με καθάρισε με ένιψε με τάισε και η γιαγιά μου έδωσε ένα ζυμπιλούιν. Το ζιμπιλούιν είναι ένα μικρό ομοίωμα ζεμπυλιού από ζυμάρι με ένα κόκκινο αυγό που το έκαναν το Πάσχα ειδικά για παιδιά. Αφού ηρέμισαν τα πράματα η γιαγιά σκέφτικε να στείλη μύνημα ότι είμαι μαζί με την γιαγιά μου και είμαι καλά να μήν ανησυχούν. Με παίρνει από το χεράκι και πάμε στον καφενέ να εύρη κάποιον να στείλη το μύνημα. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν. Το γεγονώς φάνηκε πρωτόγνωρο και οι χωριανοί έκαναν πηγαδάκια και άρχισαν να το συζητούν. Εκεί τυχαία βρέθηκε ένας αστυνομικός που όταν το άκουσε πήγε στην γιαγιά μου να μάθη τι ακριβώς συνέβαινε. Η γιαγιά μου του είπε ότι γύρευε κάποιον να στείλη μύνημα στους γονείς μου να μην ανησυχούν. Εκείνος της απαντά με αυτηρόν ύφος. Ξέρεις κυρά μου ότι αυτήν την στιγμή οι αστυνομικοί σταθμοί είναι όλοι ανάστατοι. Δώσε μου γρήγορα το παιδί.
Με παίρνει ο αστυνομικός και μετά από αρκετή ώρα που πέρασε το πρώτον αυτοκίνητο - τότε κυκλοφορούσαν πολύ λίγα αυτοκίνητα- το σταμάτησε και έδωσε οδηγίες στον οδηγό να με μεταφέρει στο χωριό μου. Εκεί στο σταυροδρόμι προς το Κοιλάνι κατέβηκα και καταχαρούμενος έτρεξα προς την μητέρα μου. Η μητέρα μου ούτε που υποψιάστηκε τι έγινε, Όταν της έδειξα το ζιμπιλούιν και της λέω κοίτα! με ρώτησε που το βρήκα. Της είπα ότι μου το έδωσεν η γιαγιά μου. Ποια γιαγιά ρε η Αννού (μια γριά στην άλλη άκρη του χωριού που την βοηθούσε στα παιδιά). Όχιιι η άλλη γιαγιά μου η καλή, πήγα στο σπίτι της. Δεν ξέρω ποια κεραμίδα κτύπησε στο κεφάλι την μάνα μου αλλά σίγουρα θα ζαλίστηκε.
Άρχισε να με ανακρίνει για την διαδρομή,να μάθη αν πέρασα κάποιον κίνδυνο,αν ξάπλωσα κάπου να κοιμηθώ, αν βρέθηκε κάποιο φίδι μπροστά μου κλπ. κλπ., και όταν την διαβεβαίωσα ότι όλα κύλησαν ομαλά, μου βγάζει κάτι λαστιχένια μποτάκια που φορούσα, αρπάζει μια ξύλινη βούρτσα που είχε για το ξεσκόνισμα των ρούχων και αρχίζει. Εν να το ξανακάνεις ρε σκύλε? Και τσακ κάτω από τα πόδια με την βούρτσα. Εν να το ξανακάνεις ρε σκύλε? Και τσουπ κάτω από τα πόδια. Και τσακ και τσουπ δεν ξέρω πόσες έφαγα γιατί δεν ήξερα να μετρώ και ταυτόχρονα να διερωτώμαι το γιατί η μάνα μου με δέρνει τόσον πολύ.
Αποδώ και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα μέχρι τα έξη μου με δύο σημαντικά γεγονότα. Ένα στες 14 και ένα στες 15 του Σεπτέμβρη.
Στες 14 γεννήθηκε η αδελφή μου η Πόπη και στες 15 ήταν η πρώτη μου μέρα στο σχολείο.
Το σχολικό ξεκίνημα.
Το ξεκίνημα για το σχολείο δεν ήταν όπως όλων των παιδιών, ήταν πολύ ποιο ασυνήθιστο. Σήμερα ξέρουμε ότι τα πρωτάκια συνήθως τα συνοδεύει η μαμά στο σχολείο και άλλα κλαίνε, και άλλα το διασκεδάζουν. Εμένα συνέπεσε ο πατέρας μου για επαγγελματικούς λόγους να απουσιάζη στην μεγάλην εμποροπανήγυρη του Τιμίου Σταυρού στο Όμοδος. Η μητέρα μου γέννησε την δεύτερη μου αδελφή και ήταν λεχώνα και εμένα κάποιος έπρεπε να με γράψη στο σχολείο. Στο διπλανό σπίτι παραθέριζε κάποια κοπέλα που έδωσε την λύση, με τον νεαρόν αδελφό της που ανάλαβε την διαδικασία. Το σχολείο ήταν σε απόσταση περίπου 150 μέτρα από το σπίτι, με πήρε από το χεράκι και πήγαμε στο σχολείο και κάναμε την εγγραφή. Πλήρωσε μάλιστα και μισό σελίνι δικαίωμα εγγραφής το οποίο αρνήθηκε να του επιστραφή.
Το σχολείο στο χωριό μας ήταν δυδιδάσκαλο, είχε δάσκαλο και δασκάλα και αριθμούσε περίπου 65 μαθητές και ο δάσκαλος δίδασκε στην Πρώτη, Πέμπτην και έκτην τάξη και η δασκάλα στην Δευτέραν, Τρίτη και Τετάρτην τάξη. Στον κύριον Υπέρμαχο που θεωρείτο από τους καλύτερους διότι έδερνε πολύ η μοίρα έταξε να μάθω τα πρώτα μου γράμματα. Σύμφωνα με τες αντιλήψεις της εποχής η δεσποινίς Μαρούλλα η δασκαλίτσα δίδασκε τα παιδιά με αγάπη και στοργή και δεν έδερνε, δεν ήταν καλή!!!
Ο δάσκαλος μας έδωσε το Αλφαβητάριο, έναν τετράδιο ένα μολύβι και ένα σβηστήρι, αυτά ήσαν όλα κι όλα τα εφόδια για την έναρξη της σχολικής σταδιοδρομίας μας.
Εν τω μεταξύ λίγες μέρες πριν είχε αρχίσει και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που θα αναστάτωνε τα πάντα τόσον ανά το παγκόσμιο όσον και στην δική μας ζωή.
Στην πανήγυρη ο πατέρας μου φάνηκε τυχερός και ξεπούλησε όλην την πραμάτεια του, όμως τα φαινόμενα απατούν. Εκεί βρισκόταν και ο προμηθευτής του σε χαλκό του έδωσε όλες τες εισπράξεις και έβαλε μία μεγάλη παραγγελία χαλκού. Μερικές όμως μέρες μετά παίρνει επιστολή από τον προμηθευτή ότι αδυνατεί να εκτελέσει την παραγγελία και τα χρήματα τα κράτησε έναντι του χρέους. Λόγω πολέμου είχε αρχίσει η έλλειψη αγαθών και η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνιση της. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που ακύρωσε την παραγγελία του πατέρα μου. και ο χαλκός ήταν ένα από τα κυριότερα μέταλλα στην πολεμική βιομηχανία πχ σφαίρες. Έτσι το ότι φάνηκε τυχερός να ξεπουλήση όλον το εμπόρευμα του στην πανήγυρη είχε σαν αποτέλεσμα να κλείση το μαγαζί.
Κοσμοχαλασιά και από ανατροπή σε ανατροπή άρχισα να μαθαίνω γράμματα.
Όπως ο πολύς άλλος κόσμος έτσι και η οικογένεια μας άρχισε να αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και εφόσον το μαγαζί δεν μπορούσε να δουλέψη, ο πατέρας μου επιδόθηκε στην καλλιέργεια των κτημάτων μας. Και επειδή τα κτήματα δεν ήσαν αρκετά να θρέψουν την οικογένεια ο πατέρας μου άρχισε να πηγαίνη και σαν εργάτης στα ανακουφιστικά έργα που ξεκίνησε η κυβέρνηση. Τα ανακουφιστικά έργα ήσαν έργα στρατιωτικής υποδομής, όπως πολεμίστρες, υπόγειοι χώροι αποθήκευσης πολεμοφοδίων και τροφίμων του στρατού, στέρνες νερού, και γενικά ετοίμαζαν την ύπαιθρο να χρησιμοποιηθή σαν πεδίον μάχης, αν και όταν θα χρειαζόταν.
Ο πόλεμος άναβε όλον και περισσότερο και έτσι για προληπτικούς λόγους αποφασίστηκε η εκκένωση, δηλαδή εκκενώθηκαν οι πόλεις από τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, που μεταφέρθηκαν να κατοικούν στην ύπαιθρο. Με την έλευση των ξένων στο χωριό δημιουργήθηκε κάποια υποτυπώδη εμπορική κίνηση. Η μητέρα μου πχ πωλούσε στους ξένους κάνα αυγό λίγο γάλα από τες δύο κατσίκες που είχαμε και έτσι κατά κάποιον τρόπο άρχισε να ενισχύεται το οικογενειακό βαλάντιον.
Το μαγαζί πλέον εκτός από κάπου-κάπου κάποιαν επιδιόρθωση παλαιού αντικείμενου από τίποτε άλλο είχε εισόδημα και ο πατέρας μου παράτησε το μαγαζί και έγινε χασάπης συνεταιρικά με κάποιο συγχωριανό ονόματι Γεώργιος Φοινιώτης η Ίπρος.
Το καινούργιο επάγγελμα του πατέρα μου χρειαζόταν και ποιο πολλά χέρια οπότε όλη η οικογένεια έπρεπε να συνεισφέρει. Η δική μου συνεισφορά ήταν όταν δεν είχα σχολείο να βοσκίζω τα ζώα που αγόραζαν για σφαγή.Συνήθως έσφαζαν μία φορά την εβδομάδα, την Κυριακή και δύο η τρεις το καλοκαίρι, Σάββατο, Κυριακή και Πέμπτη. Οι ευκατάστατοι έτρωγαν κρέας μίαν φορά την εβδομάδα, συνήθως την Κυριακή και οι πολύ πλούσιοι έτρωγαν και την Πέμπτη. Ψυγεία δεν υπήρχαν για να συντηρείται το κρέας και έτσι είμαστε από τους πολύ τυχερούς, διότι όλο και κάποιο κομματάκι κρέας θα έμενε απούλητο και οι χασάπηδες το μοιραζόντουσαν για την οικογένεια τους, Ένας τρόπος συντήρησης του κρέατος ήταν το κοκκίνισμα, δηλαδή το τηγάνιζαν ελαφρά έτσι μπορούσε να διατηρηθή δύο τρεις μέρες μέσα στην αρμαρόλλα.
Είναι τόσα πολλά τα γεγονότα που ζήσαμε εμείς που γεννηθήκαμε την δεκαετία του 1930, τόσο ραγδαίες οι αλλαγές, τόσο γρήγορη η λεγόμενη πρόοδος, που πιστεύω ότι θα ήταν αδύνατο και για πολύ εξειδικευμένο συγγραφέα να τα περιγράψη. Σίγουρα και το δικό μου κείμενο δεν πρέπει να αποδίδει την πραγματικότητα όπως θα έπρεπε.
Η γενιά της δεκαετίας του 1930.
Όταν γεννηθήκαμε την δεκαετία του 1930 το κυριότερο μεταφορικό μέσο ήταν το γαϊδούρι και καταλήξαμε σήμερα να πηγαίνουν διαστημόπλοια και να εξερευνούν όχι μόνον τους πλανήτες του Ηλιακού μας Συστήματος αλλά και τους διπλανούς γαλαξίες. Το προσωπικής χρήσεως μεταφορικό μέσον ήταν το γαϊδούρι και πολύ σπάνια τα μουλάρια και τα άλογα. Για ταξί ήσαν οι άμαξες, και για μεταφορά φορτίων τα αμάξια.
Όταν η θεία μου η Πιστού, η μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα μου, όπως μας εξιστορούσαν,είδε για πρώτη φοράν αυτοκίνητο στο κύριο δρόμο που διέσχιζε το απέναντι βουνό, εκστατική άρχισεν να φωνάζη έτην μιαν άμαξα χωρίς αππάρους. Μιαν τέτοια άμαξα χωρίς άλογα θυμούμαι έναν αυτοκίνητο από το Πισσούρι με αριθμόν εγγραφής Νο 23 που συνήθως στάθμευε στην οδόν Ελευθερίας στην Λεμεσό. Το λεωφορείον του χωριού μου 20 ή 22 θέσεων ήταν με αριθμόν εγγραφής Νο 200 δηλαδή ήταν το διακοσιοστό αυτοκίνητο που ενεγράφη στο Μητρώον Οδικών Μεταφορών.
Το μαγείρεμα γινόταν πάνω σε πέτρινη νυσκιάν (εστία) με ξύλα. Για θέρμανση η τσιμινιά (το Τζάκι) άναβε με ξύλα, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαμε μαγκάλι με κάρβουνα, και αυτά συνήθως τα παίρναμε αναμμένα είτε από το τζάκι είτε από την νυσκιάν. Μαγείρευαν σε χάλκινες κατσαρόλες η σε πήλινα τσουκάλια, και για τα τηγανητά είχαν δύο τταβάδες (τηγάνια) έναν μονό με ουρά και ένα διπλό με δύο αυτιά που ήσαν μαυρισμένοι από τους καπνούς. Το φαγητό σερβίρετο συνήθως μέσα σε τσίγκινες κούππες η και πήλινα δοχεία. Πιάτα πορσελάνης και ποτήρια γυάλινα αν υπήρχαν μερικά τα φυλάγαμε για τους ξένους. Όταν είχαμε ξένους για διασκέδαση, για το ποτό έβαζαν μόνο ένα ποτήρι. Έβαζε ποτό στον πρώτο το έπινε και το ποτήρι πήγαινε στον δεύτερο και ούτω καθεξής, μέχρις ότου δόση τον γύρο του τραπεζιού το ποτήρι με δέκα δεκαπέντε άτομα κουβεντιάζοντας και καλαμπουρίζοντας το αλκοόλ από το ποτό στον πρώτο καιγόταν και έτσι μπορούσαν και τρωγόπιναν μερόνυχτα.
Για φωτισμό κυρίως υπήρχαν οι λάμπες πετρελαίου, μία η δύο στο κάθε σπίτι. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν πετρέλαιο και για φωτισμό άναβαν δαδί.
Είναι τόσον μεγάλη και τόσον ραγδαία η αλλαγή που ζήσαμε εμείς της δεκαετίας του 1930 που χρειάζονται τόμοι ολόκληροι για να περιγραφή, γι' αυτό θα συνεχίσω να την περιγράφω στα επόμενα κεφάλαια ανάλογα με τα γεγονότα που θα συναντούμε.
Αφού στην εισαγωγή και τα δύο πρώτα κεφάλαια κάλυψα τα θέματα που ήθελαν τα παιδιά αρχίζω ξανά τη περιγραφή της ζωής μου.
Στο Πέρα-Πεδί που ίσως να είναι το ομορφότερο και γραφικότερο χωριό της Κύπρου, στες 7 Αυγούστου το 1933 τες πρώτες πρωινές ώρες γεννήθηκε ένα αγοράκι που το βάφτισαν Κωσταντίνον και το φώναζαν Κωστάκη, Αυτό το παιδάκι που γεννήθηκε είμαι εγώ ο Κώστας Τρύφωνος,
Εκείνον τον καιρό ο μοναδικός τρόπος να τραφεί ένα βρέφος ήταν το βυζί και αν η μητέρα του δεν είχε αρκετό γάλα τότε κάποια άλλη προσεφέρετο να το βυζαίνει οι ευκατάστατοι δε, προσλάμβαναν παραμάνα για το παιδί τους. Εγώ δεν είχα τέτοιο πρόβλημα διότι η δική μου μάνα είχε γάλα και σε ποσότητα και σε ποιότητα έτσι μόλις γεννήθηκα άρχισα να θηλάζω και από ότι μου λένε έγινα ένας στρουμπουλός μπέμπης, και παράλληλα πολύ ζωηρός. Μου αφηγήθηκαν πως όταν κάποτε πήγαν στην Παναγία του Κύκκου για προσκύνημα γύριζα τα κελιά των καλόγερων και τους ενοχλούσα παντοιοτρόπως, μου έδωσαν μάλιστα και το παρατσούκλι Τσιηβλόντος. Έτσι αποκαλούσαν τότε τον πρωτοπαλαιστήν Τζιμ Λόντον.
Η πρώτη μου ανάμνηση ήταν κάπως δυσάρεστη και ίσως ο λόγος που θυμούμαι το περιστατικόν να ήταν το ξύλο που έφαγα αν και ούτε φόβον ούτε συνετισμό κατάλαβα να μου αφήσει αυτό το ξύλο. Ήταν αγία εβδομάδα και είχα κλείσει τα τρία η τα τέσσερα χρόνια. Ο πατέρας μου πήγε στην Λεμεσό να ψωνίσει για το Πάσχα και μεταξύ άλλων θα μου αγόραζε και παπούτσια. Για να αγοράσουν παιδικά παπούτσια έπαιρναν μαζί τους άξαμο, δηλαδή ένα ξυλάκι κομμένο λίγο ποιο μεγάλο από το πόδι επειδή τα πόδια των παιδιών μεγαλώνουν, το έβαζαν μέσα στο καινούργιο παπούτσι για να είναι στο μήκος ακριβώς το ίδιο με τον άξαμο.
Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη με τες δουλειές του σπιτιού για το Πάσχα κι εγώ όπως συνήθιζα έπαιζα κάτω από την ελιά που ήταν στον διπλανό χωράφι. Η μητέρα μου με παρακολουθούσε από το παράθυρο και αν καμιά φορά δεν με έβλεπε ήξερε ότι πήγαινα απέναντι στο χωριό να παίξω με άλλα παιδάκια
Εκεί που έπαιζα ξαφνικά θυμήθηκα τα παπούτσια και αφού τον δρόμο (40 χιλιόμετρα) τον ήξερα θα πήγαινα στην Λεμεσό να τα πιάσω αντί να περιμένω να μου τα φέρει. Ήμουν και κοψονούρης, μέχρι την Τριμίκλινη αντί τον κύριο δρόμο θα πήγαινα από συντόμι όπως συνηθίζαμε όταν πηγαίναμε με το γαϊδούρι να επισκεφθούμε τον παππού μου. Αποκεί θα έπαιρνα την άσφαλτο και στον Ύψωνα που συναντούμε τον κύριο δρόμο που οδηγεί προς την Πάφο, θα έστριβα αριστερά για να πάω στην Λεμεσό. Τόσον απλά!!!
Η απόφαση ελήφθη και για να μη χασομερούμε ξεκίνησα. Τίποτα το αξιόλογο μέχρι τι δίστρατο της Κουκάς που ένα πουλάκι τρύπωσε σε ένα θάμνο δίπλα στον δρόμο, ααα λέω ευκαιρία να το πιάσω. Κοιτάζω απ' εδώ κοιτάζω απ' Εκεί άφαντο το πουλάκι. Απογοητευμένος ξεκίνησα τον δρόμο μου για την Τριμίκλινη. Στα πεντακόσια περίπου μέτρα πριν το χωριό συνάντησα τον γέρον τον Χατζή γείτονα του παππού μου. Αμέσως με κατάλαβε και με ρώτησε αν έρχεται και ο παπάς μου ποιο πίσω. Όχι του λέω είμαι μόνος μου και πάω στην Λεμεσό που θα μου αγοράση παπούτσια ο παπάς μου να τα πιάσω. Δεν ξέρω τι κεραμίδα ήρθε στο κεφάλι του ανθρώπου, αλλά ακολούθησαν μερικές στιγμές αμηχανίας και ξαφνικά φωτίστηκε. Ξέρεις..... μου λέει, πριν φύγω είδα τον παππού σου στον καφενέ και μου είπε ότι θα πήγαινε στο σπίτι να ετοιμαστή για να πάει στην Λεμεσό. Τρέχα γρήγορα και πήγαινε σπίτι να τον προλάβεις να σε πάρη μαζί του με το αυτοκίνητο. Εγώ με κάποια δυσπιστία τον ρώτησα. Είσαι σίγουρος θκειέ? Ναι ναι με διαβεβαιώνει, και βούρα γρήγορα να τον προλάβεις. Άρχισα να τρέχω για μερικά μέτρα και παίρνοντας ξανά τον ρυθμό μου περπάτησα μέχρι το χωριό.
Μπαίνοντας το χωριό βρέθεται μπροστά μου κάποιος πειρασμός. Ένας ωραιότατος σωρός από άμμο!! Χωρίς χάσιμο χρόνου ανέβηκα στη άμμο και έπαιξα, έπαιξα, ξεχνώντας τα πάντα, Σε κάποια στιγμή θυμήθηκα και το σπίτι. Ξεκινώ για το σπίτι, και σε εκατόν περίπου μέτρα δεύτερος πειρασμός. Η βρύση του χωριού με φουντάνα, όχι χολέτρα όπως στο χωριό μου, ελεύθερη ολόδική μου χωρίς κανένα να την απασχολεί. Χωρίς να χάσω καιρό ανέβηκα και χαράς ευαγγέλια με το πίτιμαν του νερού. Εκεί που έπαιζα αμέρυμνος ακούω μια γνώριμη φωνή να λέει. "Ου εν το μωρόν τούτον! Και που ένι η μάμμα σου" Ήταν η θεία μου η Χαμπού, αδελφή του πατέρα μου που ήρθε να γεμίσει το σταμνί της. Της εξήγησα τα καθέκαστα και την ρώτησα αν πρόλαβα τον παππού μου πριν πάει στην Λεμεσό. Και όταν μου είπε ότι ο παππούς μου δεν επρόκειτο να πάη στην Λεμεσό άρχισα να πνέω τα μένεα κατά του γέρου που συνάντησα στον δρόμο και με περίπαιξε. Με πήρε σπίτι με καθάρισε με ένιψε με τάισε και η γιαγιά μου έδωσε ένα ζυμπιλούιν. Το ζιμπιλούιν είναι ένα μικρό ομοίωμα ζεμπυλιού από ζυμάρι με ένα κόκκινο αυγό που το έκαναν το Πάσχα ειδικά για παιδιά. Αφού ηρέμισαν τα πράματα η γιαγιά σκέφτικε να στείλη μύνημα ότι είμαι μαζί με την γιαγιά μου και είμαι καλά να μήν ανησυχούν. Με παίρνει από το χεράκι και πάμε στον καφενέ να εύρη κάποιον να στείλη το μύνημα. Τηλέφωνα δεν υπήρχαν. Το γεγονώς φάνηκε πρωτόγνωρο και οι χωριανοί έκαναν πηγαδάκια και άρχισαν να το συζητούν. Εκεί τυχαία βρέθηκε ένας αστυνομικός που όταν το άκουσε πήγε στην γιαγιά μου να μάθη τι ακριβώς συνέβαινε. Η γιαγιά μου του είπε ότι γύρευε κάποιον να στείλη μύνημα στους γονείς μου να μην ανησυχούν. Εκείνος της απαντά με αυτηρόν ύφος. Ξέρεις κυρά μου ότι αυτήν την στιγμή οι αστυνομικοί σταθμοί είναι όλοι ανάστατοι. Δώσε μου γρήγορα το παιδί.
Με παίρνει ο αστυνομικός και μετά από αρκετή ώρα που πέρασε το πρώτον αυτοκίνητο - τότε κυκλοφορούσαν πολύ λίγα αυτοκίνητα- το σταμάτησε και έδωσε οδηγίες στον οδηγό να με μεταφέρει στο χωριό μου. Εκεί στο σταυροδρόμι προς το Κοιλάνι κατέβηκα και καταχαρούμενος έτρεξα προς την μητέρα μου. Η μητέρα μου ούτε που υποψιάστηκε τι έγινε, Όταν της έδειξα το ζιμπιλούιν και της λέω κοίτα! με ρώτησε που το βρήκα. Της είπα ότι μου το έδωσεν η γιαγιά μου. Ποια γιαγιά ρε η Αννού (μια γριά στην άλλη άκρη του χωριού που την βοηθούσε στα παιδιά). Όχιιι η άλλη γιαγιά μου η καλή, πήγα στο σπίτι της. Δεν ξέρω ποια κεραμίδα κτύπησε στο κεφάλι την μάνα μου αλλά σίγουρα θα ζαλίστηκε.
Άρχισε να με ανακρίνει για την διαδρομή,να μάθη αν πέρασα κάποιον κίνδυνο,αν ξάπλωσα κάπου να κοιμηθώ, αν βρέθηκε κάποιο φίδι μπροστά μου κλπ. κλπ., και όταν την διαβεβαίωσα ότι όλα κύλησαν ομαλά, μου βγάζει κάτι λαστιχένια μποτάκια που φορούσα, αρπάζει μια ξύλινη βούρτσα που είχε για το ξεσκόνισμα των ρούχων και αρχίζει. Εν να το ξανακάνεις ρε σκύλε? Και τσακ κάτω από τα πόδια με την βούρτσα. Εν να το ξανακάνεις ρε σκύλε? Και τσουπ κάτω από τα πόδια. Και τσακ και τσουπ δεν ξέρω πόσες έφαγα γιατί δεν ήξερα να μετρώ και ταυτόχρονα να διερωτώμαι το γιατί η μάνα μου με δέρνει τόσον πολύ.
Αποδώ και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα μέχρι τα έξη μου με δύο σημαντικά γεγονότα. Ένα στες 14 και ένα στες 15 του Σεπτέμβρη.
Στες 14 γεννήθηκε η αδελφή μου η Πόπη και στες 15 ήταν η πρώτη μου μέρα στο σχολείο.
Το σχολικό ξεκίνημα.
Το ξεκίνημα για το σχολείο δεν ήταν όπως όλων των παιδιών, ήταν πολύ ποιο ασυνήθιστο. Σήμερα ξέρουμε ότι τα πρωτάκια συνήθως τα συνοδεύει η μαμά στο σχολείο και άλλα κλαίνε, και άλλα το διασκεδάζουν. Εμένα συνέπεσε ο πατέρας μου για επαγγελματικούς λόγους να απουσιάζη στην μεγάλην εμποροπανήγυρη του Τιμίου Σταυρού στο Όμοδος. Η μητέρα μου γέννησε την δεύτερη μου αδελφή και ήταν λεχώνα και εμένα κάποιος έπρεπε να με γράψη στο σχολείο. Στο διπλανό σπίτι παραθέριζε κάποια κοπέλα που έδωσε την λύση, με τον νεαρόν αδελφό της που ανάλαβε την διαδικασία. Το σχολείο ήταν σε απόσταση περίπου 150 μέτρα από το σπίτι, με πήρε από το χεράκι και πήγαμε στο σχολείο και κάναμε την εγγραφή. Πλήρωσε μάλιστα και μισό σελίνι δικαίωμα εγγραφής το οποίο αρνήθηκε να του επιστραφή.
Το σχολείο στο χωριό μας ήταν δυδιδάσκαλο, είχε δάσκαλο και δασκάλα και αριθμούσε περίπου 65 μαθητές και ο δάσκαλος δίδασκε στην Πρώτη, Πέμπτην και έκτην τάξη και η δασκάλα στην Δευτέραν, Τρίτη και Τετάρτην τάξη. Στον κύριον Υπέρμαχο που θεωρείτο από τους καλύτερους διότι έδερνε πολύ η μοίρα έταξε να μάθω τα πρώτα μου γράμματα. Σύμφωνα με τες αντιλήψεις της εποχής η δεσποινίς Μαρούλλα η δασκαλίτσα δίδασκε τα παιδιά με αγάπη και στοργή και δεν έδερνε, δεν ήταν καλή!!!
Ο δάσκαλος μας έδωσε το Αλφαβητάριο, έναν τετράδιο ένα μολύβι και ένα σβηστήρι, αυτά ήσαν όλα κι όλα τα εφόδια για την έναρξη της σχολικής σταδιοδρομίας μας.
Εν τω μεταξύ λίγες μέρες πριν είχε αρχίσει και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που θα αναστάτωνε τα πάντα τόσον ανά το παγκόσμιο όσον και στην δική μας ζωή.
Στην πανήγυρη ο πατέρας μου φάνηκε τυχερός και ξεπούλησε όλην την πραμάτεια του, όμως τα φαινόμενα απατούν. Εκεί βρισκόταν και ο προμηθευτής του σε χαλκό του έδωσε όλες τες εισπράξεις και έβαλε μία μεγάλη παραγγελία χαλκού. Μερικές όμως μέρες μετά παίρνει επιστολή από τον προμηθευτή ότι αδυνατεί να εκτελέσει την παραγγελία και τα χρήματα τα κράτησε έναντι του χρέους. Λόγω πολέμου είχε αρχίσει η έλλειψη αγαθών και η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνιση της. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που ακύρωσε την παραγγελία του πατέρα μου. και ο χαλκός ήταν ένα από τα κυριότερα μέταλλα στην πολεμική βιομηχανία πχ σφαίρες. Έτσι το ότι φάνηκε τυχερός να ξεπουλήση όλον το εμπόρευμα του στην πανήγυρη είχε σαν αποτέλεσμα να κλείση το μαγαζί.
Κοσμοχαλασιά και από ανατροπή σε ανατροπή άρχισα να μαθαίνω γράμματα.
Όπως ο πολύς άλλος κόσμος έτσι και η οικογένεια μας άρχισε να αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης και εφόσον το μαγαζί δεν μπορούσε να δουλέψη, ο πατέρας μου επιδόθηκε στην καλλιέργεια των κτημάτων μας. Και επειδή τα κτήματα δεν ήσαν αρκετά να θρέψουν την οικογένεια ο πατέρας μου άρχισε να πηγαίνη και σαν εργάτης στα ανακουφιστικά έργα που ξεκίνησε η κυβέρνηση. Τα ανακουφιστικά έργα ήσαν έργα στρατιωτικής υποδομής, όπως πολεμίστρες, υπόγειοι χώροι αποθήκευσης πολεμοφοδίων και τροφίμων του στρατού, στέρνες νερού, και γενικά ετοίμαζαν την ύπαιθρο να χρησιμοποιηθή σαν πεδίον μάχης, αν και όταν θα χρειαζόταν.
Ο πόλεμος άναβε όλον και περισσότερο και έτσι για προληπτικούς λόγους αποφασίστηκε η εκκένωση, δηλαδή εκκενώθηκαν οι πόλεις από τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, που μεταφέρθηκαν να κατοικούν στην ύπαιθρο. Με την έλευση των ξένων στο χωριό δημιουργήθηκε κάποια υποτυπώδη εμπορική κίνηση. Η μητέρα μου πχ πωλούσε στους ξένους κάνα αυγό λίγο γάλα από τες δύο κατσίκες που είχαμε και έτσι κατά κάποιον τρόπο άρχισε να ενισχύεται το οικογενειακό βαλάντιον.
Το μαγαζί πλέον εκτός από κάπου-κάπου κάποιαν επιδιόρθωση παλαιού αντικείμενου από τίποτε άλλο είχε εισόδημα και ο πατέρας μου παράτησε το μαγαζί και έγινε χασάπης συνεταιρικά με κάποιο συγχωριανό ονόματι Γεώργιος Φοινιώτης η Ίπρος.
Το καινούργιο επάγγελμα του πατέρα μου χρειαζόταν και ποιο πολλά χέρια οπότε όλη η οικογένεια έπρεπε να συνεισφέρει. Η δική μου συνεισφορά ήταν όταν δεν είχα σχολείο να βοσκίζω τα ζώα που αγόραζαν για σφαγή.Συνήθως έσφαζαν μία φορά την εβδομάδα, την Κυριακή και δύο η τρεις το καλοκαίρι, Σάββατο, Κυριακή και Πέμπτη. Οι ευκατάστατοι έτρωγαν κρέας μίαν φορά την εβδομάδα, συνήθως την Κυριακή και οι πολύ πλούσιοι έτρωγαν και την Πέμπτη. Ψυγεία δεν υπήρχαν για να συντηρείται το κρέας και έτσι είμαστε από τους πολύ τυχερούς, διότι όλο και κάποιο κομματάκι κρέας θα έμενε απούλητο και οι χασάπηδες το μοιραζόντουσαν για την οικογένεια τους, Ένας τρόπος συντήρησης του κρέατος ήταν το κοκκίνισμα, δηλαδή το τηγάνιζαν ελαφρά έτσι μπορούσε να διατηρηθή δύο τρεις μέρες μέσα στην αρμαρόλλα.
Είναι τόσα πολλά τα γεγονότα που ζήσαμε εμείς που γεννηθήκαμε την δεκαετία του 1930, τόσο ραγδαίες οι αλλαγές, τόσο γρήγορη η λεγόμενη πρόοδος, που πιστεύω ότι θα ήταν αδύνατο και για πολύ εξειδικευμένο συγγραφέα να τα περιγράψη. Σίγουρα και το δικό μου κείμενο δεν πρέπει να αποδίδει την πραγματικότητα όπως θα έπρεπε.
Η γενιά της δεκαετίας του 1930.
Όταν γεννηθήκαμε την δεκαετία του 1930 το κυριότερο μεταφορικό μέσο ήταν το γαϊδούρι και καταλήξαμε σήμερα να πηγαίνουν διαστημόπλοια και να εξερευνούν όχι μόνον τους πλανήτες του Ηλιακού μας Συστήματος αλλά και τους διπλανούς γαλαξίες. Το προσωπικής χρήσεως μεταφορικό μέσον ήταν το γαϊδούρι και πολύ σπάνια τα μουλάρια και τα άλογα. Για ταξί ήσαν οι άμαξες, και για μεταφορά φορτίων τα αμάξια.
Όταν η θεία μου η Πιστού, η μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα μου, όπως μας εξιστορούσαν,είδε για πρώτη φοράν αυτοκίνητο στο κύριο δρόμο που διέσχιζε το απέναντι βουνό, εκστατική άρχισεν να φωνάζη έτην μιαν άμαξα χωρίς αππάρους. Μιαν τέτοια άμαξα χωρίς άλογα θυμούμαι έναν αυτοκίνητο από το Πισσούρι με αριθμόν εγγραφής Νο 23 που συνήθως στάθμευε στην οδόν Ελευθερίας στην Λεμεσό. Το λεωφορείον του χωριού μου 20 ή 22 θέσεων ήταν με αριθμόν εγγραφής Νο 200 δηλαδή ήταν το διακοσιοστό αυτοκίνητο που ενεγράφη στο Μητρώον Οδικών Μεταφορών.
Το μαγείρεμα γινόταν πάνω σε πέτρινη νυσκιάν (εστία) με ξύλα. Για θέρμανση η τσιμινιά (το Τζάκι) άναβε με ξύλα, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαμε μαγκάλι με κάρβουνα, και αυτά συνήθως τα παίρναμε αναμμένα είτε από το τζάκι είτε από την νυσκιάν. Μαγείρευαν σε χάλκινες κατσαρόλες η σε πήλινα τσουκάλια, και για τα τηγανητά είχαν δύο τταβάδες (τηγάνια) έναν μονό με ουρά και ένα διπλό με δύο αυτιά που ήσαν μαυρισμένοι από τους καπνούς. Το φαγητό σερβίρετο συνήθως μέσα σε τσίγκινες κούππες η και πήλινα δοχεία. Πιάτα πορσελάνης και ποτήρια γυάλινα αν υπήρχαν μερικά τα φυλάγαμε για τους ξένους. Όταν είχαμε ξένους για διασκέδαση, για το ποτό έβαζαν μόνο ένα ποτήρι. Έβαζε ποτό στον πρώτο το έπινε και το ποτήρι πήγαινε στον δεύτερο και ούτω καθεξής, μέχρις ότου δόση τον γύρο του τραπεζιού το ποτήρι με δέκα δεκαπέντε άτομα κουβεντιάζοντας και καλαμπουρίζοντας το αλκοόλ από το ποτό στον πρώτο καιγόταν και έτσι μπορούσαν και τρωγόπιναν μερόνυχτα.
Για φωτισμό κυρίως υπήρχαν οι λάμπες πετρελαίου, μία η δύο στο κάθε σπίτι. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν είχαν την δυνατότητα να αγοράσουν πετρέλαιο και για φωτισμό άναβαν δαδί.
Είναι τόσον μεγάλη και τόσον ραγδαία η αλλαγή που ζήσαμε εμείς της δεκαετίας του 1930 που χρειάζονται τόμοι ολόκληροι για να περιγραφή, γι' αυτό θα συνεχίσω να την περιγράφω στα επόμενα κεφάλαια ανάλογα με τα γεγονότα που θα συναντούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου