ΚΕΦΆΛΑΙΟΝ 4
Ο ΔΕΎΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΌΣΜΙΟΣ ΠΌΛΕΜΟΣ.
Το Κυπριακό Σύνταγμα (The Cyprus Regiment).
Ουσιαστικά ο πόλεμος άρχισε την 1ην Σεπτεμβρίου 1939 αλλά οι Άγγλοι φαίνεται να ήσαν προετοιμασμένοι πολύ ποιο πριν γιατί από τες πρώτες κιόλας μέρες ζήτησαν εθελοντές για την δημιουργίαν Κυπριακού στρατιωτικού τμήματος. Για να προσελκύσουν κόσμο χωρίς ίχνος ντροπής προπαγάνδιζαν περί πολέμου για την Ελευθερία ενώ ο ίδιος ο Κύπριος στέναζε κάτω από την Βρετανική δουλεία υπό πολύ βάναυσες συνθήκες. Αξίζει να αναφέρω ότι η Κύπρος το 1878 ενοικιάστηκε από τους Τούρκους στην Αγγλία και το ενοίκιο το πλήρωναν οι ίδιοι οι Κύπριοι με φορολογία που τους επεβλήθη από την Αγγλία. Ήταν ο λεγόμενος φόρος ΥΠΟΤΈΛΕΙΑΣ. Όταν στον Πρώτον Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία συμμάχησε με την Γερμανία εναντίον των Άγγλων, η Βρετανία σταμάτησε να πληρώνη ενοίκιο στην Τουρκία αλλά η φορολογία για τον φόρον υποτέλειας παρέμεινε, και ο Κύπριος φορολογούμενος συνέχισε να πληρώνη και το ποσόν της φορολογίας πήγαινε απευθείας στα ταμεία της μητροπολιτικής κυβέρνησης της Αγγλίας και όχι για έργα στην Κύπρο.
Η ανταπόκριση για κατάταξη ήταν πενιχρή, αλλά λόγω σκληρών συνθηκών διαβίωσης και μεγάλης φτώχειας δειλά-δειλά και ιδιαίτερα από την ύπαιθρον άρχισαν να κατατάσσονται σαν μουλάρηδες. Αυτοί οι αγράμματοι χωριάτες οι μουλάρηδες όπως τους αποκαλούσαν που δεν είχαν κανένα λόγο να πολεμήσουν για την ελευθερία αυτών που τους είχαν υπόδουλους και μοναδικός λόγος να καταταγούν στον στρατό ήταν να συντηρήσουν τες οικογένειες τους, στάλθηκαν αμέσως στα διάφορα μέτωπα και με την πολύτιμη προσφορά τους μεγαλούργησαν.
Με τα μουλάρια τους κουβαλούσαν εκεί που δεν μπορούσε να φτάση τροχοφόρο πάντοτε σε δύσβατες περιοχές πυρομαχικά και τρόφιμα στην πρώτη γραμμή του πυρός και μετέφεραν τους τραυματίες στα μετόπισθεν. Πολλοί είναι εκείνοι που άφησαν τα κόκαλα τους στα διάφορα μέτωπα.
¨Οταν την 28ην Οκτωβρίου του 1940 η Ελλάδα πρόταξε το ιστορικόν εκείνο ΌΧΙ παιδάκι τότε θυμούμαι τον ενθουσιασμό του κόσμου. σαν κάτι να έφερε την ανάσταση! Το χωριό γέμισε με την γαλανόλευκη πράγμα που δια πρώτη φορά στην ζωή μου αντίκριζα διότι δια νόμου απαγορευόταν ο υψωμός της Ελληνικής Σημαίας. Πως βρέθηκαν εν ριπή οφθαλμού όλες αυτές οι σημαίες δεν ξέρω. Σε ένα από τα καφενεία του του χωριού υπήρχε ένα ραδιόφωνο και όλοι μαζευόντουσαν εκεί για να ακούσουν τα νέα. Με κάθε επιτυχία του Ελληνικού στρατού υπήρχαν παραληρήματα ενθουσιασμού, κωδωνοκρουσίες, δοξολογίες, ουρανομήκης ζητωκραυγές, πανηγυρισμοί κλπ. ΄Ακουγα κι' εγώ χωρίς να καταλαβαίνω καλά-καλά τι γινόταν με το ότι έπεσε η Κορυτσά, πιάσαμε το Αργυρόκαστρο, και πανηγύριζα κι' εγώ μαζί με τους μεγάλους.
Οι Άγγλοι εκμεταλλεύτηκαν αυτό τον ενθουσιασμό και ενέτειναν την προπαγάνδα, είπε και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ το περιβόητο εκείνο ότι μέχρι σήμερα λέγαμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, από τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες. Το κλίμα όσον αφορά την κατάταξη στον στρατό άλλαξε και άνθρωποι από όλες τες τάξεις κατατασσόντουσαν εθελοντικά σε όλα τα τμήματα του στρατού, για παράδειγμα ο Γλαύκος Κληρίδης που διετέλεσε και πρόεδρος της Δημοκρατίας υπηρέτησε ως πιλότος στην RAF και μάλιστα το αεροπλάνο του κατερρίφθη και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς.
Οι Βρετανοί χαλάρωσαν κάπως την στυγνή δικτατορία τους, έριξαν μερικά παραπλανητικά συνθήματα όπως Κύπριοι εντασσόμενοι στον Αγγλικό στρατό πολεμάτε για την Ελλάδα και την ελευθερία, κόντεψαν και τον μοναδικό μη εξόριστο μητροπολίτη, τον Πάφου Λεόντιον ο οποίος ήταν και ο τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου και κλίμα άλλαξε άρδην. Οι εθελοντικές κατατάξεις πύκνωσαν και αντί 1500 στρατιώτες ένα σύνταγμα που ήταν και ο στόχος, οι Κύπριοι στρατιώτες έφθασαν περίπου τες 37000. ( Με αυτήν την παρένθεση θα αναφερθώ στα Οκτωβριανά, την ανεπιτυχή επανάσταση των Κυπρίων, για την Ένωσιν της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα και μεταξύ άλλων δολιοφθορών πυρπόλησαν και έκαψαν το Κυβερνείο στην Λευκωσία. Η καταστολή της άοπλης επανάστασης από τους πάνοπλους Εγγλέζους ήταν βάναυση και αντέδρασαν με πολύ σκληρά μέτρα. Με διάταγμα του Κυβερνήτη μεταξύ άλλων διέλυσαν την υποτιθέμενη Βουλή, με φορολογία οι κάτοικοι πλήρωσαν τες ζημιές εις το πολλαπλάσιον, κατ' οίκον περιορισμός από την δύση μέχρι την ανατολή του ήλιου, λογοκρισία,απαγορεύτηκαν οι συγκεντρώσεις πέραν των πέντε ατόμων,και εξόρισαν πολλά άτομα μεταξύ των οποίων και τους Μητροπολίτες Κιτίου Νικόδημον Μυλωνάν και Κυρηνείας Μακάριον. Όταν πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος ο Γ' δεν έγιναν Αρχιεπισκοπικές εκλογές μέχρι το 1947 γι' αυτό και ο Πάφου Λεόντιος έμεινε τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου. Και κάτι που αξίζει να γνωρίσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Το αλάτι εις τες αλυκές όπως και σήμερα ήταν Κυβερνητική περιουσία και στην καταστροφή της Κυβερνητικής περιουσίας από τους επαναστάτες περιελήφθη και η κλοπή του αλατιού από τες Αλυκές. Μεταξύ αυτών που έκλεψαν αλάτι ήταν και ο πατέρας μου ο Τρυφωνής ο Καζαντζής, παππούς και προ παππούς των παιδιών. Σαν αποτέλεσμα ήταν να καταδικαστή σε δύο μήνες φυλακή. Ο κανονισμός προνοούσε με την είσοδο στην φυλακή να τους κουρεύουν και ο παππούς ο Καζαντζής τότε ήταν αρραβωνιασμένος την γιαγιά την Ελένη και μάταια εκλιπαρούσε τον Τούρκο δεσμοφύλακα να του τα αφήση λίγο μεγάλα).
Η Κύπρος γέμισε στρατιώτες πολλών εθνικοτήτων. Εκτός των Άγγλων στρατιωτών άρχισαν να κυκλοφορούν και Ινδιάνοι μαύροι της Αφρικής κλπ. Μέχρι και στο χωριό μου στρατοπέδευσε κάποια μονάδα. Ο πόλεμος ώθησε την τεχνολογία και διαρκώς μας παρουσιάζοντο καινούργια είδη. Κανόνια, αντιαεροπορικά, αυτοκίνητα διαφόρων τύπων, μοτοσικλέτες νέου τύπου, και ενώ στο παρελθόν όταν βλέπαμε αεροπλάνο στεκόμασταν και το παρακολουθούσαμε από εκεί που φάνηκε μέχρι που να χαθή, τώρα βλέπαμε τόσα πολλά και δεν μας έκαναν αίσθηση μέχρι και αεροδρόμιο στην Λεμεσό κατασκεύασαν. Γραφομηχανή για πρώτη φορά είδα σε κάποιο σπίτι στο χωριό μου που το χρησιμοποιούσε για γραφείο ο στρατός όταν ένας στρατιώτης καθόταν μπροστά από ένα μασκαραλίκι και πάνω κάτω τα δάκτυλα του κτυπούσαν πάνω του και ακούγετο ένας δαιμονιώδης θόρυβος τσακ-τσακ-τσακ. Όταν ρώτησα τι είναι αυτό το πράμα μου είπαν ότι είναι τυπομηχανή. Τώρα φτάσαμε στο άλλο άκρο και οι νέοι μας μόνο σε μουσείο μπορούν να την δουν.
Μεταξύ εκείνων των στρατιωτών ήταν και ένας ξάδελφος του πατέρα μου, ο Νικολής από το Πελέντρι και με κάλεσε την νύκτα που θα έβγαζε σκοπιά να πάω και μου δίδαξε την χρήση του μαρτινιού. Άλλος φίλος του πατέρα μου ήταν ο Θεόδωρος Πιλλακούρης από τον Κάτω Αμίαντο ο οποίος εκτελούσε χρέη μάγειρα, όταν κάποια μέρα πήγα με τες αδελφές μου εκεί που υπηρετούσε μας έβαλε σε ένα μεγάλο κονσερβοκούτι τσάι με γάλα, κάτι πρωτόγνωρο για μας (στο σπίτι μόνο τσάι η μόνο γάλα πίναμε) το πήραμε και γουλιά γουλιά το πίναμε εκ περιτροπής.
Η ζωή μας στο χωριό.
Η φτώχεια που επικρατούσε τότε δεν άφησε τον κόσμο να αντιληφθή στερήσεις από την έλληψη αγαθών λόγω πολέμου γιατί και τον καιρό που υπήρχαν τα αγαθά δεν μπορούσαν να τα απολαύσουν λόγω έλλειψης χρημάτων. Έστω και κατά το ελάχιστο οι κοινότητες των χωριών ήσαν σχεδόν αυτάρκεις με τα προϊόντα που παρήγαγαν. Βεβαίως υπήρχαν και προϊόντα που αν και σε μικρό βαθμό όπως για παράδειγμα, κονσέρβες, παστά ψάρια, ρουχισμός, ζάχαρη, ρύζι, ακόμα και εγχώρια προϊόντα που κατασκευάζονταν με πρώτες ύλες του εξωτερικού, πχ καραμέλες, άρχισαν να σπανίζουν.Εν τω μεταξύ ο στρατός εγκατέλειψε το χωριό και όπως ανάφερα και προηγουμένως με την εκκένωση των πόλεων, στο χωριό μας εγκαταστάθηκαν οικογένειες από την Λεμεσό. Με την Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα ένα κύμα προσφύγων ήρθε στην Κύπρο και μια τέτοια οικογένεια κατάληξε στο χωριό μας.
Με την καλλιέργεια των κτημάτων ο κόσμος κατόρθωνε όσο ήταν δυνατό να γένη αυτάρκης. Για να καταλάβετε από τον χοίρο που σφάζανε τα Χριστούγεννα το λαρδί το λιώνανε σε λίπος για μαγείρεμα. Από αυτό το λίπος η μάνα μου μας έκανε βούτυρο γάλακτος. Δηλαδή έβαζε λίπος και γάλα μαζί σε ένα δοχείο και τα έβραζε. Αυτό το κατασκεύασμα το αποκαλούσε βούτυρο γάλακτος και το τρώγαμε αλειμμένο στο ψωμί.
Είχαμε δύο κατσίκες και από το γάλα τους η μάνα μου έφτιαχνε χαλούμια, τραχανά, ανανάδες, μέχρι και τα τυριά για τες φλαούνες του Πάσχα. Ελιές μαύρες και πράσινες μάζευαν από τα δικά μας δένδρα, και λίγο λάδι πάλιν δικής μας παραγωγής.Από τα σταφύλια έφτιαχναν σταφίδες, έψιμα, πορτόν, μηλοκόμματα, κοφτέρια, σουτζούκον, και με όλα αυτά καλύπτονταν οι ανάγκες της οικογένειας σε ζάχαρη που δεν υπήρχε.
Στο μεταξύ όπως έγραψα και προηγουμένως ο πατέρας μου έγινε χασάπης και από κρέας καλοπερνούσαμε διότι το τρώγαμε δύο τρεις φορές την βδομάδα ενώ οι άλλοι έτρωγαν μία φορά την εβδομάδα η και κάθε δεκαπέντε μέρες. Την εποχή εκείνη πολλές οικογένειες κρέας έτρωγαν μόνο τρεις με τέσσερις φορές τον χρόνο. Βέβαια και οι χασάπηδες δεν είχαν δουλειές με φούντες, Έσφαζαν ένα δυο ζώα την εβδομάδα για μια κοινότητα 500 κατοίκων συν 200 έως 250 ξένοι.
Η Κύπρος εκτός από στερήσεις σε υλικά αγαθά φάνηκε τυχερή και δεν γνώρισε την μανία του πολέμου διότι οι μοναδικές πολεμικές επιχειρήσεις που έγιναν στην Κύπρο ήσαν δυο τρεις βομβαρδισμοί. Βομβάρδισαν θυμούμαι την ΚΕΟ και το Κεραμείο Λεμεσού, δύο εργοστάσια δίπλα το ένα στο άλλο.
Το Δημοτικό Σχολείο.
Όπως ανάφερα και σε άλλο κεφάλαιο εγγραφή στο σχολείο μου έκαναν στες 15 Σεπτεμβρίου και στην πρώτη τάξη ο δάσκαλος έδωσε ένα αναγνωστικό, ένα τετράδιο και ένα σβηστήρι. Ο δάσκαλος μας ο κύριος Υπέρμαχος ήταν ο φόβος και ο τρόμος των μαθητών διότι τότε οι αντιλήψεις ήταν ότι ο Δάσκαλος για να είναι καλός έπρεπε να δέρνη και μάλιστα πολύ.
Η δική η σειρά ήρθε με το εξής περιστατικό. Λίγες μέρες μετά που μας έδωσαν το βιβλίο ένα παιδάκι που καθόταν δίπλα μου το πήρε και το άνοιξε εκεί που ήταν το κεφάλαιο "Ο Ψαράς" και μου κάμποσες μολυβιές καμωμένες στην σελίδα, μάλλον αυτός πρέπει να τες έκανε, άρπαξε το σβηστήρι και άρχισε να τες σβήνει. Στην μεγάλη του προσπάθεια να σβηστούν σχίστηκε η σελίδα. Δια τον φόβο ότι θα με έδερνε ο δάσκαλος με παρότρυνε και έβγαλα την κόλλα. Όταν φτάσαμε σε αυτό το μάθημα και με φώναξε ο δάσκαλος να πω το μάθημα και δεν το ήξερα τα προβλήματα έγιναν δύο. Το ένα γιατί δεν ήξερα το μάθημα και το άλλο γιατί έσχισα το βιβλίο. Φανταστείτε τι σπουδαίο σύστημα μαθητείας υπήρχε. Ένα μωρό έξη χρόνων να το βγάζει ο δάσκαλος στη έδρα να ανοίγει τα χεράκια του και να του δίδει δεν θυμούμαι πόσες ξυλιές!!!! Συχνά άκουγες τον πατέρα να λέει στον δάσκαλο. "Δάσκαλε ψυχή δική μου κόκκαλα δικά σου φτάνει να μου τον μάθης γράμματα", δηλαδή μάθε τον γράμματα και δώσε του όσο ξύλο θέλεις μέχρι που να του σπάσης τα κόκκαλα, μόνο μην τον σκοτώσεις. Αυτό ήταν το πνεύμα, και μιας περί πνεύματος ο λόγος, άλλη αντίληψη ήταν λόγο γλυκό το παιδί να μην ακούσει από το στόμα του πατέρα για να μην πάρει απάνω του όπως έλεγαν.
Τέλειωσε ο πρώτος χρόνος και στην Δευτέρα τάξη θα έπρεπε να πάω στο άλλο σχολείο του χωριού μου που δίδασκε δασκάλα. Μια κοπελίτσα από την Λευκωσία, η δεσποσύνη Μαρούλλα. Δεν ήμουν και τόσο καλός στα μαθήματα αλλά στην περίληψη του μαθήματος της ανάγνωσης πρέπει να ήμουν κορυφή, αφού με δικά μου λόγια μπορούσα να διηγηθώ το μάθημα με την μεγαλύτερη λεπτομέρεια και επειδή μέσα στην ίδια αίθουσα ήμασταν Δευτέρα, Τρίτη, και Τετάρτη τάξη, όταν οι μεγαλύτεροι δεν ήξεραν να πούνε την περίληψη του μαθήματος τους ψήλωνα χέρι και με έβαζε να πω εγώ το μάθημα. Με την δασκαλίτσα πέρασα Δευτέρα και Τρίτη τάξη και πράγματι ήταν μια υπέροχη παιδαγωγός. Σε αντίθεση με το πνεύμα της εποχής αγαπούσε τα παιδιά και τα παιδιά την αγαπούσαν. Ένα παράδειγμα, όταν κάποιες διακοπές πήγε στην Λευκωσία έφερε μαζί της ένα κλώνο φοινίκια για να μας δείξει πως ήσαν τα φοινίκια που δεν υπήρχαν στο χωριό μας και έδωσε και από δύο φοινίκια στον κάθε μαθητή να τα φάη για να γνωρίση τι ήσαν. Στην Τετάρτη τάξη ο πατέρας μου όπως και οι άλλοι πατεράδες είχαν την εντύπωση ότι οι δασκάλες δεν μπορούσαν να μαθαίνουν στα παιδιά καλά γράμματα αποφάσισε να με μεταγράψη στο σχολείο της Τριμίκλινης που δίδασκε ο κύριος Χαράλαμπος ένας δάσκαλος χωριανός που έδινε μπόλικο ξύλο στα παιδιά και έτσι οι μαθητές του μάθαιναν πολλά γράμματα.
Η Τετάρτη τάξη λοιπόν με βρίσκει στην ξενιτειά μαζί με τον παππού μου τον Νικολή την στετέν μου την Μαρικκούν και την θεία μου την Χαμπούν που ήταν χήρα και έμενε μαζί τους. Λέω ξενιτιά και το κρίνω από το γεγονός ότι έντεκα χρόνια πριν όταν ο πατέρας μου παντρεύτηκε την μητέρα μου και κατοίκησε στο Πέρα-Πεδί πήγαινε εκεί στο παρεκκλήσι της Παναγίας της Φανερωμένης που φαινόταν το χωριό του και έκλαιγε που ξενιτεύτηκε! Μαύρη ξενιτιά, τρία χιλιόμετρα και κάτι μέτρα μακριά, κι' εγώ 10 χρόνων που καλά καλά δεν βγήκα από την αγκαλιά της μάνας μου για να μάθω πολλά γράμματα τρώγοντας ξύλο αλύπητο ήταν φυσιολογικό να το αποδεχθώ. "Τόσα ήξεραν αυτά έπρατταν". Με τον παππού μου πολλά πάρε δώσε δεν είχα γιατί έβοσκε το κοπάδι του και όλην την ημέρα απουσίαζε, με την γιαγιά μου τα πράματα ήταν κάπως διαφορετικά διότι είχα πολλά πάρε-δώσε μαζί της, και άμα με έβαζε θελήματα και δεν τα κατάφερνα με στόλιζε με κάμποσα κοσμητικά επίθετα όπως έτσι ρε γάρε...... έτσι να το κάμης ρε κτηνόν...... τούτοι οι γονιοί σου εν σε έμαθαν τίποτε. Αυτού του είδους συμπεριφορά δεν μου άρεσε γιατί να πούμε και του στραβού το δίκαιο, η μάνα μου ορφάνεψε από μητέρα και πατέρα σε ηλικία 6 χρόνων και τράβηξε τα πάνδεινα να μεγαλώση, όμως δούλεψε σαν υπηρέτρια στα ποιο αριστοκρατικά σπίτια της Λεμεσού και η ανατροφή που μας έδωσε είχαν σαν πρότυπο το μεγάλωμα των παιδιών αυτών των οικογενειών. Βέβαια ήταν αναλφάβητη όμως μας έβαλε σειράν και στον τρόπο που τρώγαμε και στον τρόπο που μιλούσαμε, σε σημείο που οι άλλες γυναίκες του χωριού την αποκαλούσαν το εγώ και το εσύ, γιατί δεν έλεγε εγιώ και εσού όπως μιλούσαν αυτές. Δεν μπορώ να κατακρίνω την γιαγιά μου διότι ήταν και αυτή αναλφάβητη, ήταν και μια γενεά μεγαλύτερη από την μάνα μου και ούτε μεγάλωσε στην πόλη δίπλα στην αριστοκρατία όμως την αγάπην της για μένα δεν μπορώ να την αμφισβητήσω.
Ψηλά χαμηλά η σχολική χρονιά τέλειωσε και έπλεα σε πελάγη ευτυχίας που θα πήγαινα πίσω στο χωριό μου, στους γονείς και τ' αδέλφια μου. Κατά την διάρκεια του χρόνου κάτι που ριζώθηκε βαθιά στην μνήμη μου ήταν όταν μία ημέρα που ο δάσκαλος έβγαλε αυτούς που δεν ήξεραν το μάθημα για τους ραβδισμούς ρουτίνας μαζί ήταν και ο γιος μιας πολύ φτωχής οικογένειας. Πάπυρος ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του. Όταν τον ρώτησε ο δάσκαλος γιατί πήγε αδιάβαστος, του λέει, κύριε δεν είχαμε πετρέλαιο να βάλουμε στην λάμπα και ανάβαμε φωτιές (δαδί) για να φέγγει και δεν έβλεπα να διαβάσω. Βέβαια ξυλιές έφαγε και δεν ξέρω αν η δικαιολογία συνέτεινε οι ξυλιές να είναι λιγότερες η ελαφρότερες, εμένα όμως με συγκλόνισε το γεγονός ότι υπήρχαν τόσον πτωχοί άνθρωποι που να μη μπορούν να αγοράσουν πετρέλαιο για την λάμπα. Θυμούμαι όταν μας τέλειωνε το πετρέλαιο παίρναμε το μπουκάλι στον μπακάλη και μας το γέμιζε για μισό η ένα γρόσι.
Στην Πέμπτη τάξη είμαι και πάλιν στο αγαπημένο μου χωριό με δάσκαλο τον κύριο Μέλιο Στυλιανίδη από το γειτονικό χωριό το Κοιλάνι σε απόσταση δύο μίλια από το χωριό μας. Λόγω του ότι ήταν κοντινή η απόσταση το βράδυ πήγαινε περπατητός στο χωριό του και ερχόταν το πρωί. Αυτό για μας τους μαθητές ήταν κελεπούρι διότι τα βράδια και τες Κυριακές δεν είχαμε τον μπαμπούλα του δασκάλου και έτσι κυκλοφορούσαμε άφοβα και ζούσαμε χαλαρά.
Όταν παρουσιάστηκα στο σχολείο την πρώτη μέρα της Πέμπτης τάξης ο δάσκαλος ανακάλυψε ότι δεν φοιτούσα εδώ τον προηγούμενο χρόνο και με ρώτησε που φοίτησα την Τετάρτη τάξη και του είπα στην Τριμίκλινη. Όταν επιτακτικά με ρώτησε γιατί, και του εξήγησα ότι με έστειλε ο πατέρας μου επειδή ήταν καλός ο δάσκαλος. Θεέ και κύριε.... ήταν δυνατόν να υπάρχει καλύτερος δάσκαλος από αυτόν? Φούσκωσε σαν διάνος και παίρνοντας ύφος χιλίων πρυτάνεων, μου λέει σαρκαστικά. Απου εν οίδεν βουνά τζιαι κάστρη είδεν φουρνους τζι' εξιππάστην. Τα βουνά τζιαι τα κάστρη ήσαν ο κύριος Στυλιανίδης και ο φούρνος ο κύριος Χαράλαμπος!
Όσον αφορά το σχολείο στην Πέμπτη και Έκτη τάξη ήταν κάπως ποιο χαλαρά τα πράματα με τον καινούργιο δάσκαλο. Τα αγόρια βέβαια μας είχε του μπάτσου και του κλότσου με τα κορίτσια όμως ήταν κάπως ποιο μαλακός, Ίσως διότι είχε και ο ίδιος δυο κόρες, την μία στην ηλικία τους και την άλλη λίγο ποιο μεγάλη και φοιτούσε στο γυμνάσιο.
Αισίως φτάσαμε στην Έκτη τάξη, την τελειώσαμε και αυτή και πάω για σχολή μέσης παιδείας στην Λεμεσό. Έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις και πέρασα για την πρώτη τάξη του Γυμνασίου. Το Γυμνάσιο δεν χωριζόταν σε Γυμνάσιο και Λύκειο. Η φοίτηση τότε σε σχολή Μέσης Παιδείας κόστιζε όσο κόστιζε περίπου και η φοίτηση στο πανεπιστήμιο., όπως ενοίκιο δωματίου, διατροφή μακριά από το σπίτι, δίδακτρα, βιβλία κλπ.
Παιδικές αναμνήσεις.
Πιστεύω οι παιδικές αναμνήσεις αποτελούν το ομορφότερο κομμάτι της ζωής του κάθε ανθρώπου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και μαζί μου, για να το περιγράψω δυσκολεύομαι από που να αρχίσω και που να τελειώσω. Ας αρχίσω από την οικογενειακή μας ζωή τες χειμωνιάτικες νύχτες που καθόμασταν γύρω από την τσιμινιά (τζάκι) και ζεσταινόμαστε. Η νύχτα μεγάλη και όλο και κάτι έπρεπε να γίνεται για να περνά η ώρα, λίγα βελανίδια στα κάρβουνα που αντικαταστούσαν τα κάστανα που δεν είχαμε, καμιά ελιά οφτή, αφηγήσεις, παραμύθια και ο πατέρας μου συνήθιζε να μας διαβάζει κάτι από ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που θυμούμαι ήταν "Οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα". Τηλεοράσεις δεν υπήρχαν και αυτός ήταν ένας διδακτικός και ωφέλιμος τρόπος να περνά η οικογένεια την ώρα της.
Μια πολύ ζωντανή ανάμνηση ήσαν οι ατέρμονες διασκεδάσεις που μπορούσε άμα το παρατραβούσαν μπορούσε να διαρκέσουν και μερόνυχτα. Τέτοιες ευκαιρίες δίδονταν συνήθως όταν ο οικοδεσπότης τελούσε κάποια γιορτή στην εκκλησία, συνήθως την ονομαστική του εορτή η κάποιου αγίου στον οποίο είχε τάμα. Μετά την λειτουργία προσκαλούσε τους φίλους και τους στενούς συγγενείς να τους κεράση, Μαζεύονταν στο σπίτι 10, 15 η και περισσότερα άτομα, καθόντουσαν γύρω στο τραπέζι και μετά που το ευλογούσε ο ιερέας άρχιζαν με μια δυο πινιές ζιβανία και μετά την τιμητική έπαιρνε το φλασκί με το κρασί και ένα ποτήρι, μέσα στο οποίο κερνούσαν τον πρώτο γέρνοντας ποτό και απολαμβάνοντας τον ήχο κλου κλου κλου που έκανε το κρασί βγαίνοντας από το φλασκί. Έπινε ο πρώτος το έδιδε στον δεύτερο, ο δεύτερος στον τρίτο μέχρι το ποτήρι να δώση τον γύρο του τραπεζιού, και πάλιν από την αρχή. Σε εκείνον που το φλασκί άδειαζε ήταν υπόχρεος να πάη στο πιθάρι να γεμίση το φλασκί και να το φέρη ξανά στο τραπέζι. Μετά από μερικές πινιές ο ιερέας βοηθούμενος και από τους άλλους άρχιζε να ψάλλη. Σχεδόν πάντα και όταν επρόκειτο περί εκκλησιαστικής γιορτής, άρχιζε με το απολυτίκιο του αγίου της ημέρας. Μετά από κάθε ψαλμό η συνδαιτυμόνες έκαναν θόρυβο χτυπώντας τα πιρούνια στα πιάτα. Δεν ξέρω τον λόγο, ίσως είναι κάποιου είδους κωδωνοκρουσία. Στην συνέχεια έλεγαν κάποιο πατριωτικό τραγούδι, το αίγια κότσιηνη που πάεις, τα κλεφτόπουλα, ο καλοφωνάρης άρχιζε κάποιον αμανέ, και κατέληγαν στην κουβέντα. Ο ένας τα ανδραγαθήματα του ο άλλος να φημιστή τα προϊόντα του πχ πρόπερσι φύτεψε μιαν αγγουριά και έκανε κάτι αγγούρια, δέκα σπιθαμές το ένα και αν θέλης πίστεψε. Ο Μεμμέτης από τον Μονιάτη, (Έλληνες και Τούρκοι διασκέδαζαν μαζί) στο χωριό του είχε μια νεαρή προβατίνα, γύρισε όλα τα κριάρια του χωριού και κανένας δεν κατάφερε να την πηδήξη μόνον το δικό του γέρικο κριαρι, μόλις του την πήραν δεν της πήρε καιρό και αμέσως την βάτεψε. Τες κουβέντες αυτές εμείς τα παιδιά τες απολαμβάναμε και τες πιστεύαμε σαν αληθινές όμως σε κάποιο στάδιο έπρεπε να πάμε για ύπνο και μας έβαζα στο κρεβάτι. Βέβαια εμείς κρυφακούγαμε από τα κρεβάτια μέχρι που να μας πάρει ο ύπνος. Αυτό συνεχιζόταν και η οικοδέσποινα μπορούσε να σφάξη καμιά όρνιθα για ανανέωση του μεζέ και στο ζουμί λίγα μακαρόνια η ότι άλλο βρισκόταν στο σπίτι.
Άλλη ζωντανή περίπτωση είναι και αυτή που συνέβη στο σπίτι του παππού μου στην Τριμίκλινη όταν ήμουν επτά η οκτώ χρόνων. Το σπίτι του παππού μου ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο με το δώμα,δηλαδή χωμάτινη στέγη. Χωμάτινο ήταν και το πάτωμα, Μόλις μπαίναμε αριστερά ήταν ο αχυρώνας και πίσω από τον αχυρώνα υπήρχαν δύο πάχνες (φάτνες) για τα βόδια. Δίπλα από τες πάχνες είχε ένα μεγάλο μπαούλο σεντούκι το έλεγαν. Μπροστά από το σεντούκι κρεμόταν από τα βολίκια η ταπατζιά που έβαζαν μέσα τα ψωμιά. Ποιο μπροστά ήταν η ξύλινη τάβλα πάνω στην οποία κοιμόντουσαν ο παππούς με την γιαγιά. Απέναντι προς το αχυρωνάρι ήταν το ταβλί ένα είδος πρωτόγονου τραπεζιού πάνω στο οποίο τρώγαμε. Πάρα κάτω είχε ένα κανονικό τραπέζι με συρτάρι, πέντε έξη καρέκλες και να πούμε ότι αυτή όλη κι' όλη ήταν η προίκα τους. Πως μεγάλωσαν εννέα παιδιά μέσα σε αυτό το σπίτι, κύριος οίδε. Πρέπει να ήταν χειμώνας γιατί μόνον τον χειμώνα έβαζαν μέσα στο σπίτι τα βόδια. Η τάβλα ήταν στενή και δεν χωρούσε και τους τρεις να κοιμηθούμε, έτσι η γιαγιά έριξε ένα στρώμα στο πάτωμα για τους δυο μας, λίγο ποιο κάτω από τον πισινό της αγελάδας. Ξαπλώσαμε και μέσα στην αγκαλίτσα της γιαγιάκας μου κοιμήθηκα τον ύπνο του δικαίου. Σε κάποια στιγμή μέσα στον γλυκύτατο μου ύπνο άκουσα κάτι να τρέχει σαν νερό και να πιτσιλίζει το πρόσωπο μου. Ξύπνησα αλαφιασμένος και κατάλαβα ότι κατούρησε η κατσέλλα και όλες αυτές οι σταγόνες στο πρόσωπο μου ήταν τα κατουρήματα της. Άρχισα να κλαίω να διαμαρτύρομαι, ότι η Τριμίκλινη δεν είναι καλή ενώ το Πέρα-Πεδί είναι καλό και ήθελα εδώ και τώρα να με πάρουν στο χωριό μου. Ξύπνησε και ο παππούς, άρχισαν να με καλοπιάνουν ότι είναι νύκτα και μόλις ξημέρωνε ο θεός θα με έπαιρναν στο χωριό μου. Συγκατατέθηκα το στρώμα η γιαγιά λίγο ποιο μακρυά από τον πισιν΄νό της αγελάδας και ξανακοιμηθήκαμε και ως το πρωί που ξυπνήσαμε όλα ξεχάστηκαν, μέχρι που ήρθε ο πατέρας μου και με έπιασε.
Το χωριό μου ολοπράσινο, διάσημο για τα φρούτα του και ιδιαίτερα στα μήλα που παράγει τα καλύτερα στην Κύπρο. Αυτό ποιο πολύ το οφείλει στον ποταμό που το διασχίζει και ονομάζεται Κρυός Ποταμός. Πράγματι το νερό του είναι ευλογία για τα τρία χωριά που το μοιράζονται, Πλάτρες, Πέρα-Πεδί, και Κοιλάνι. Οι αναμνήσεις μας από τον ποταμό είναι άπειρες, και πάντοτε ευχάριστες. Στο δικό μας σπίτι νερό για να πίνουμε κουβαλούσαμε στον ώμο με το σταμνί από την βρύση του χωριού, όμως για όλες τες άλλες ανάγκες του σπιτιού το κουβαλούσαμε με τους τενεκέδες από τον ποταμό που ήταν κοντύτερα στο σπίτι. Με την δύση του ηλίου οι κοασμοί των βατράχων δημιουργούσαν πανδαιμόνιο. Εμείς τα παιδιά γυρίζαμε τον ποταμό και μαζεύαμε καβούρια, που τα ρίχναμε στα αναμμένα κάρβουνα και γινόντουσαν ένας υπέροχος μεζές. Εκεί που γυρίζαμε μπαίναμε στα περβόλια και κλέβαμε φρούτα, ώριμα η άγουρα εμείς τα τρώγαμε. Περίπου ήμασταν σαν τες ακρίδες που τίποτα δεν αφήνουν εις το πέρασμα τους, και οι ιδιοκτήτες των περιβολιών σαν ακρίδες μας αντιμετώπιζαν και μας κυνηγούσαν. Όμως που να μας πιάσουν εμείς τους ξεφεύγαμε είτε πηδώντας από τις δόμες είτε τρυπώνοντας από τους φράκτες.
Στον ποταμό σε όποιο μέρος το νερό πέφτει από ποιο ψηλά δημιουργείται βαθούλωμα, και από όσο ποιο ψηλά πέφτει το νερό τόσο μεγαλύτερο είναι αυτό το βαθούλωμα και το λέμε κολύμπα. Στον ποταμό υπήρχαν δύο τέτοιες μεγάλες κολύμπες και τις λέγαμε κόλυμπους, ένα στην βόρεια και ένας στην νότια πλευρά του ποταμού. Ο κόλυμπος του Μιχαηλά στη βόρεια πλευρά που λέγεται ότι εκεί πνίγηκε κάποιος Μιχαηλάς και πήρε το όνομα του, και ο κόλυμπος των Σκοτεινών στην νότια που πήρε το άνομα από την τοποθεσία που λέγονται Σκοτεινά, ίσως επειδή αργεί να πιάση ο ήλιος και ο φωτισμός είναι κάπως αδύνατος. Εκείνος στα βόρεια είναι κάπως μακρυά περίπου ένα μίλι εκεί που σήμερα είναι ο Φράκτης ου τον κάλυψε και εκείνος στα νότια περίπου 300 μέτρα από το τελευταίο σπίτι και εκεί συχνάζαμε περισσότερο, Αυτοί οι κόλυμποι ήσαν όπως θα λέγαμε σήμερα οι πισίνες μας. Μπροστά τους κτίζαμε με πέτρες και κλαδιά για να ψηλώνουν τα νερά να είναι ποιο βαθιά και εκεί κολυμπούσαμε. Μαγιό δεν είχαμε και η κολύμβηση γινόταν σε Αδαμιαία περιβολή. Ο κόλυμπος των σκοτεινών, ήταν μπροστά από το κάτω μέρος ενός γεφυριού, και μερικοί πηδούσαμε στο νερό από το γεφύρι, μάλιστα οι περαστικοί απολάμβαναν το θέαμα και κατά διαστήματα μας έριχναν κέρματα στο νερό, συνήθως μισό γρόσι, κι' εμείς πηδούσαμε από το γεφύρι, τα βρίσκαμε και τα πιάναμε δικά μας.
Κάποια μέρα μια γυναίκα η κυρία Ελπίδα σύζυγος του Αντωνή του Κουτσού του Κώστα που κατοικούσε στο τελευταίο σπίτι προς τον κόλυμπο για πλάκα ήρθε κρυφά και μάζεψε όλα τα ρούχα μας και έφυγε τρέχοντας με κατεύθυνση το χωριό. Όταν την πήραμε χαμπάρι και την τρέξαμε ξοπίσω αυτή πρόλαβε και μπήκε στο χωριό. Για όσους είδαν το θέαμα πρέπει να ήταν υπέροχο, βλέποντας μια γυναίκα να τρέχει και ξοπίσω ένα τσούρμο αγοράκια όπως τα γέννησε η μάνα τους να την ακολουθούν τρέχοντας. Τελικά τα κατάφερε και μας οδήγησε γυμνούς στην αυλή του καφενείου στο κέντρο του χωριού. Εκεί έγινε της μουρλής. Άλλοι το απολάμβανα. άλλοι το επικρότησαν και καλά μας έκανε αφού ήμασταν άτακτοι και πηγαίναμε στον κόλυμπο, σαν και αυτοί όταν ήταν παιδιά δεν πήγαιναν, και άλλοι θύμωσαν γιατί να το κάνει αυτό στα μωρά. Μερικές γυναίκες μάλιστα την αποπήραν, της άρπαξαν τα ρούχα και μας βοήθησαν να τα φορέσουμε.
Μια άλλη ευχάριστη ανάμνηση ήταν όταν δεν είχαμε σχολείο συνήθως τες διακοπές των Χριστουγέννων οι γονείς μας έστελναν οι γονείς μας να βοσκίσουμε τες αίγες στο βουνό δίπλα που λέγεται Πυργόβουνος. Όταν ο καιρός ήταν βροχερός οι κατσίκες έβοσκαν από μόνες τους και εμείς για προστασία τρυπώναμε σε μια σπηλιά που υπάρχει εκεί και είναι γνωστή ως ο Σπήλιος του Πυρκόουνου, ανάβαμε ξύλα να ζεσταινόμαστε και για να περνά η ώρα κάποιος μας έλεγε παραμύθι. Μεγάλη παραμυθού ήταν η Δέσποινα του Ππασιά που έγινε κυρία Κλατσή. Ο Κλατσής ο άνδρα της κατάγετο από το Κοιλάνι, ήταν πολύ ευχάριστος τύπος και πασίγνωστος, σαν κάτι μεταξύ κυνικού φιλόσοφου και μυθοπλάστη. Εδώ θα κλείσω γιατί όλο και κάτι άλλο θυμούμαι και το κεφάλαιο θα καταντήση ατέλειωτο.